Του Georgi Khadzhiev και μετάφραση του Will Firth
Μακεδονία και Θράκη, 1903. Η οθωμανική τουρκική αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή. Για αιώνες οι αρχές εξουσίαζαν με αυταρχικότητα, φορολογώντας και επιβάλλοντας κυρώσεις, αλλά ταυτόχρονα επιτρέποντας, στις περισσότερες περιπτώσεις, στους υποτελείς να μιλούν την δική τους γλώσσα και να ασκούν την δική τους θρησκεία. Τώρα, ωστόσο, ήταν περίοδος κρίσης. Τα σύνορα της Αυτοκρατορίας έχαναν έδαφος και η Οθωμανική κυριαρχία γινόταν ολοένα και πιο σκληρή και αυταρχική. Το φάντασμα των απελευθερωτικών αγώνων στοίχειωνε τις οθωμανικές κτήσεις που συρρικνώνονταν στα νότια Βαλκάνια. Κάθε εξέγερση που καταπνίγονταν βίαια ακολουθούνταν από μια νέα όπως συνέβαινε για ολόκληρες γενιές. Αλλά τώρα έμοιαζε πως είχε έρθει η στιγμή: διαποτισμένοι με το πνεύμα της δικαιοσύνης και της ισότητας που επικρατούσε στις κοινότητες των πόλεων και των χωριών, αγρότες και τεχνίτες ενώθηκαν για να απελευθερωθούν από το διπλό κακό, την φεουδαρχική σκλαβιά και την τουρκική κατοχή· για τους επαναστάτες αυτές οι πηγές καταπίεσης ήταν ίδιες. Φαίνεται πως ο μεγάλος σλαβικός πληθυσμός της Μακεδονίας και της Θράκης έβλεπε το πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, το οποίο απέκτησε μεγάλο βαθμό αυτονομίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1878, ως ένα είδος πατρόνα στον αντι-οθωμανικό του αγώνα. Η Βουλγαρία είχε επίσης υλικοτεχνική αξία για τους επαναστάτες της Μακεδονίας και της Θράκης – εκεί προμηθεύονταν όπλα και εκρηκτικές ύλες για να χρησιμοποιούνται σε δράσεις σαμποτάζ σε περιοχές υπό τουρκική κυριαρχία. Αργότερα, όταν οι εξεγέρσεις καταπνίγονταν βίαια, κυρίως οι Σλάβοι επαναστάτες απευθύνθηκαν απεγνωσμένοι στην Βουλγαρία για να επέμβει στρατιωτικά… Αυτές οι εξεγέρσεις μπορούν να συγκριθούν με τον ύστερο αγώνα του Μαχνοβίτικου κινήματος στην Ουκρανία (1918-1921), αν και ήταν λιγότερο επιτυχημένες.
Αυτό το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Εθνική απελευθέρωση και απελευθερωτικός φεντεραλισμός» (Natsionalnoto osvobozhdeniye i bezvlastniyat federalizum) του Georgi Khadzhiev, που δημοσιεύτηκε από την ARTIZDAT-5 στην Σόφια το 1992. Ασχολείται με την εξέγερση την ημέρα του Προφήτη Ηλία (στμ. Ίλιντεν) στην Μακεδονία το 1903 και την εξέγερση της Μεταμόρφωσης που ξέσπασε σε αλληλεγγύη λίγο αργότερα στην Θράκη. Ο Khadziev μελετά το σύντομο άνθισμα του ελευθεριακού κοινοτισμού, όσο και τις συνέπειες των εξεγέρσεων και τα ιστορικά μαθήματα που μπορούμε να πάρουμε από αυτές. Αυτό το απόσπασμα -περίπου το ένα τέταρτο του βιβλίου του Khadziev πάνω στο θέμα- δεν παριστάνει πως αποτελεί μία σε βάθος διάλεξη πάνω στη θεωρία του ελευθεριακού κοινοτισμού ή της εθνικής απελευθέρωσης. Αντίθετα, εστιάζει στα ιστορικά γεγονότα τα ίδια, που έχει μετά βίας ασχοληθεί μ’ αυτά οι αγγλόφωνος αναρχικός τύπος και αφήνει την εκτίμηση της σχετικότητας τους ανοιχτή στο σημερινό αναρχικό κίνημα.
Ο συγγραφέας Khadziev, γεννήθηκε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Με εκπαίδευση γεωπόνου, ήταν βετεράνος του Βουλγαρικού αναρχικού κινήματος και γνωρίστηκε με πολλά πρόσωπα-κλειδιά του Βουλγαρικού και Ευρωπαϊκού αναρχισμού. Όταν οι σταλινικοί πήραν την εξουσία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Khadziev εξαναγκάστηκε σε εξορία όπου και παρέμεινε για 40 χρόνια, στην Ανατολική Ευρώπη. Μετά τις αλλαγές στο Ανατολικό Μπλοκ, το 1989, επέστρεψε στην Βουλγαρία όπου συνέχισε την δουλειά του από εκεί, δημοσιεύοντας κάποια από τα σαράντα βιβλία του. Πέθανε το 1996, στην ηλικία των 90 ετών.
Will Firth
Η εξέγερση της ημέρας του Προφήτη Ηλία στην Μακεδονία
Η εξέγερση της ημέρας του Προφήτη Ηλία (Ίλιντεν) το 1903 έχει μεγάλη σημασία στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος στην Μακεδονία, είτε από την άποψη του αριθμού των συμμετεχόντων, της διάρκειας και του επιπέδου οργάνωσης της, είτε από την άποψη των επιπτώσεών της στην Οθωμανική αυτοκρατορία και πέρα από αυτήν. Έτσι, της αξίζει μεγαλύτερη προσοχή εντός της ιστορίας των αντιοθωμανικών απελευθερωτικών αγώνων στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Αυτή η έκθεση γεγονότων και του παρασκηνίου τους δεν προσπαθεί να παραστήσει μια ολοκληρωμένη μελέτη του επαναστατικού κινήματος της εποχής. Πολλοί συγγραφείς έχουν γράψει για την εξέγερση της ημέρας του Προφήτη Ηλία και έχει μελετηθεί σε βάθος. Αλλά το ενδιαφέρον στα επαναστατικά γεγονότα του 1903 έχει συγκεντρωθεί σχεδόν αποκλειστικά στην εξέγερση της ημέρας του Προφήτη Ηλία – συχνά ξεχνάμε πως η εξέγερση της Μεταμόρφωσης (Preobrazheniye) στην Θράκη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξέγερση στη Μακεδονία, αφού ξεκίνησε σε αλληλεγγύη με την δεύτερη και με την πλήρη συμφωνία της ηγεσίας του κινήματος.
Εξαιτίας αυτής της παράλειψης, εδώ δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην εξέγερση της Μεταμόρφωσης. Ο στόχος μας είναι να δείξουμε και να μελετήσουμε περισσότερο τη συμμετοχή αναρχικών στο επαναστατικό κίνημα. Η εξέγερση της Μεταμόρφωσης, που ο κύριος ηγέτης της ήταν ο αναρχικός Μιχαήλ Γκερντζίκωφ (Mikhail Gerdzhikov), παρέχει μια πιο ολοκληρωμένη και ακριβή εικόνα του ελευθεριακού πνεύματος στο σύνολό του κινήματος.
Όταν ασχολούμαστε με μια εξέγερση ή μια επανάσταση δεν είναι σωστό να εξετάζουμε μόνο την περίοδο των αποφασιστικών αγώνων μεταξύ δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων. Κάθε επανάσταση και κάθε εξέγερση προλογίζεται από ένα εύρος αλληλοσυνδεδεμένων εξελίξεων. Αυτό απαιτεί μια εκτενή μελέτη ολόκληρης της προεπαναστατικής περιόδου, όλων των γεγονότων και των προϋποθέσεων που πυροδότησαν την εξέγερση ή την επανάσταση. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί εδώ σε ακαδημαϊκό βάθος καθώς, όπως αναφέραμε, έχουμε ήδη θέσει μόνοι μας άλλους στόχους.
***
Ας ξεκινήσουμε με τα γεγονότα την παραμονή της επανάστασης. Στο συνέδριο του επαναστατικού κινήματος στην περιοχή Μπίτολα της Μακεδονίας που έγινε στο χωριό Σμίλοβο πάρθηκε η απόφαση να ξεκινήσει μια περιορισμένης κλίμακας ανταρσία βασισμένη σε τακτικές ανταρτοπόλεμου- η ιδέα μιας λαϊκής εξέγερσης απορρίφθηκε. Το συμβούλιο ήταν μια πραγματική δημοκρατική συγκέντρωση. 32 αντιπρόσωποι παρευρέθηκαν στην αρχή και ο αριθμός τους έφτασε τους 50 μέχρι το τέλος του συνεδρίου. Το πρώτο ζήτημα στην ατζέντα ήταν η ενημέρωση και η συζήτηση από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας σχετικά με την κατάσταση των προετοιμασιών για την ανταρσία. Η πλειοψηφία των αντιπροσώπων ήταν ενάντια σε μια ολοκληρωμένη εξέγερση γιατί, κατά την άποψή τους, οι άνθρωποι δεν ήταν έτοιμοι. Ο Νταμιάν Γκρούγιεφ (Damyan Gruyev), που ήταν επικεφαλής του συνεδρίου, ανακοίνωσε πως το ζήτημα της εξέγερσης είχε απαντηθεί καταφατικά και προχώρησε στην επόμενη θεματική της ατζέντας, αυτή των πρακτικών προετοιμασιών για την περιορισμένης κλίμακας ανταρσία που είχε επιλεχθεί. Καθώς οι αντιπρόσωποι ήταν της άποψης πως δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί μια ορθολογική, λειτουργική οργάνωση και ο πληθυσμός δεν ήταν ακόμα αρκετά εξοπλισμένος για να ξεκινήσει μια εξέγερση ολοκληρωμένη, αποφασίστηκε να ακολουθηθούν τακτικές ανταρτοπόλεμου. Πολιτοφυλακές σχηματίστηκαν σε περιοχές όπου θα λάμβανε χώρα η ανταρσία και ήταν προετοιμασμένες να επιχειρήσουν σύμφωνα με έναν προκαθορισμένο σχεδιασμό, χωρίς την συμμετοχή άμαχου πληθυσμού. Για μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι πολιτοφυλακές ήταν σε θέση να χωρίζονται σε μικρότερες ομάδες: αυτό έκανε πιο εύκολο το να προμηθεύονται φαγητό και να κινούνται στην παρανομία. Σε κάθε μια από τις επιχειρησιακές περιοχές του επαναστατικού κινήματος δινόταν η εξουσία σε μια επονομαζόμενη «Επαναστατική Διοίκηση», την ηγεσία της πολιτοφυλακής. Συντονιστικά γραφεία στήθηκαν σε μικρές και μεγάλες πόλεις με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών και την διευκόλυνση της οργάνωσης και της παροχής προμηθειών. Οι περιοχές χωρίστηκαν σε υποπεριοχές. Οι επαναστάτες που ήταν κατώτεροι ή ανώτεροι αρχηγοί του στρατού ορίστηκαν από το συμβούλιο να δίνουν στρατιωτικές οδηγίες στους επαναστάτες συντονιστές κάθε περιοχής. Ένα «Πειθαρχικός Κανονισμός της Εξέγερσης« συντάχθηκε από τον Μπόρις Σαράφοβ (Boris Sarafov), έναν έφεδρο αξιωματικό και τον Νίκολα Ντέτσεφ (Nikola Dechev), έναν κατώτερο αξιωματικό. Το συμβούλιο εξέλεξε μια Γενική Επιτροπή, αποτελούμενη από τους Damyan Gruyev, Boris Sarafov and A. Lozanchev – με αναπληρωτές τους G.. Popkhristov, P. Atsev and L. Poptraykov αν χρειαζόταν – το οποίο θα καθοδηγούσε τις προετοιμασίες όσο και την ίδια την ανταρσία. Σε συμφωνία της Κεντρικής Επιτροπής της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) και άλλων περιοχών, η Γενική Επιτροπή ανέλαβε επίσης την αποστολή να ορίσει την ημέρα που θα ξέσπαγε η εξέγερση με τον όρο να μην είναι πριν από τα μέσα Ιουλίου ώστε να έχουν γίνει αρκετές προετοιμασίες και να δημιουργηθεί ένα απόθεμα τροφίμων.
Αμέσως μετά το συμβούλιο στο Σμίλοβο οι Γρούγιεφ και Σαράφοβ ξεκίνησαν μια περιοδεία για να επιθεωρήσουν την περιοχή Μπίτολα μαζί με την επονομαζόμενη μονάδα προσωπικού τους, αποτελούμενη από 20 άντρες υπό τις διαταγές του Ντέτσεφ. Πήγαν από την περιοχή της Οχρίδας στις περιοχές του Resen (στμ. στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία), Καστοριάς και Σιδηροκάστρου, επιλύοντας τοπικές αντιμαχίες και παρεξηγήσεις, αναθέτοντας σε κατοίκους την υποχρέωση να εξασφαλίσουν την οργάνωση των επαναστατών και να μαζέψουν προμήθειες σε όπλα, τροφή, αλάτι, φάρμακα και άλλα απαραίτητα.
Πρέπει να τονίσουμε πως μεγάλο μέρος των όπλων και του υπόλοιπου στρατιωτικού εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στην διάρκεια της εξέγερσης προήλθε από τους Τούρκους, κυρίως από στρατώνες και στρατιωτικές αποθήκες. Οι στρατιωτικές προετοιμασίες για την ανταρσία ήταν τόσο περίπλοκες, που οι επαναστάτες πραγματοποιούσαν κινήσεις ελιγμού ακόμα και μεταξύ των δύο «πλευρών», αυτή με επικεφαλής τον Ντέτσεφ και εκείνη με επικεφαλής τον Στόικοφ (Stoykov), έναν έφεδρο υπολοχαγό.
Η αρχική πρόθεση ήταν να ξεκινήσει η ανταρσία την άνοιξη του 1903, αλλά σε συνάντηση των επαναστατών στην Σόφια τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς έγινε ξεκάθαρο πως θα έπρεπε να αναβληθεί. Όταν το επόμενο συμβούλιο έλαβε χώρα στην Πέτροβα Νίβα (στμ. Νοτιοανατολική Βουλγαρία) από τις 28 έως τις 30 Ιουνίου του 1903 ήταν ξεκάθαρο πως η ακριβής ημερομηνία της εξέγερσης στη Μακεδονία θα ήταν η 10η Ιουλίου. Καθώς το επαναστατικό κίνημα στην περιοχή Odrin της Θράκης (σημερινή Αδριανούπολη) [1] δεν ήταν έτοιμο για τον ξεσηκωμό ακόμα, ο Γκερτζίκοφ (Gerdzhikov) εξουσιοδοτήθηκε με τηλεγράφημα να ζητήσει παράταση για το ξέσπασμα της εξέγερσης ως τον Αύγουστο, η οποία και έγινε δεκτή.
Σε συμφωνία με την Κεντρική Επιτροπή της ΕΜΕΟ και το γραφείο των εξόριστων στην Σόφια, το Γενικό Επιτελείο στη Μακεδονία κατέληξε πως η ημερομηνία της ανταρσίας θα ήταν η 20η Ιούλη (2α Αυγούστου σύμφωνα με το παλιό ιουλιανό ημερολόγιο) – στην θρησκευτική γιορτή του Προφήτη Ηλία, που έδωσε και το όνομα της στην εξέγερση. Η απόφαση επικοινωνήθηκε στο λαό στις 15 Ιουλίου και στάλθηκε στο επαναστατικό κίνημα κάθε περιοχής. Το μυστικό διαφυλάχθηκε με επιτυχία μέχρι την τελευταία στιγμή και όταν η ανταρσία ξέσπασε, οι τουρκικές αρχές ξαφνιάστηκαν.
Η Κεντρική Επιτροπή της ΕΜΕΟ εξέδωσε μια διακήρυξη που κυκλοφόρησε ευρέως μέσω των αντιπροσώπων της στο εξωτερικό και εξηγούσε τις δράσεις της στις Μεγάλες Δυνάμεις καθώς και τον βουλγαρικό και ξένο τύπο: «Η ανεξέλεγκτη βία των Μωαμεθανών και η συστηματική καταπίεση των αρχών έχουν οδηγήσει τον χριστιανικό πληθυσμό της Μακεδονίας και της Θράκης να καταφύγει στην ένοπλη αυτοάμυνα. Κάθε ειρηνικός τρόπος διαχείρισης των εντάσεων έχει εξαντληθεί. Καλούμε την υπόλοιπη Ευρώπη να παρέμβει μέσω διαπραγματεύσεων για να επιλύσει το ζήτημα του πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ΕΜΕΟ δεν δέχεται καμία ευθύνη για την εξέγερση και ανακοινώνει πως θα στηρίξει τον λαϊκό αγώνα μέχρι αυτός να εκπληρώσει τους σκοπούς του. Έχουμε επίγνωση του καθήκοντός μας και αυτό μας δίνει δύναμη, μαζί με τη γνώση πως απολαμβάνουμε της συμπάθειας του πολιτισμένου κόσμου». [2]
Στην διακήρυξη της η Γενική Επιτροπή τονίζει: «Παίρνουμε τα όπλα ενάντια στην τυραννία και την απανθρωπιά· παλεύουμε για την ελευθερία και την ανθρωπότητα. Ο σκοπός μας είναι λοιπόν υψηλότερος από κάθε εθνική διαφορά. Επομένως εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας σε όλους όσοι υποφέρουν εντός της σκοτεινής αυτοκρατορίας του Σουλτάνου. Σήμερα, δεν υποφέρει μόνο ολόκληρος ο χριστιανικός πληθυσμός, αλλά και οι απλοί Τούρκοι χωρικοί παράλληλα. Ο μόνος μας εχθρός είναι οι τουρκικές αρχές, αυτές που χρησιμοποιούν όπλα εναντίον μας, που μας προδίδουν, που κάνουν αντίποινα ενάντια σε αβοήθητους ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά αντί να εκδικηθούν εμάς, τους επαναστάτες. Θα πολεμήσουμε τους εχθρούς μας, θα εκδικηθούμε για κάθε αδικία!…» [3]
Την μέρα της εξέγερσης τα μέλη της Γενικής Επιτροπής συναντήθηκαν στους λόφους πάνω από το Σμίλοβο μαζί με τους ντόπιους επαναστάτες. Πριν μαζευτούν εκεί όλοι τους -αγρότες και τεχνίτες, δάσκαλοι και αξιωματικοί- ο ιερέας του χωριού ευλόγησε την κόκκινη σημαία. Κοντά στο απόγευμα, οι καμπάνες χτύπησαν και μπάλες με σανό πυρπολήθηκαν. Για να σηματοδοτήσουν την αρχή της εξέγερσης. Μετά από τρεις μέρες μάχης ενώ πολιορκούνταν από τις 23 Ιουλίου, το Σμίλοβο καταλήφθηκε από τους επαναστάτες και μετατράπηκε σε στρατιωτική βάση. Ο πληθυσμός (περίπου 2000 άνθρωποι) μετακινήθηκε σε κοντινούς λόφους κι έχτισε καλύβες, οργάνωσε κουζίνες και κατασκεύασε δικούς του φούρνους. Οργανώθηκαν δομές για προμήθεια φαγητού και παροχή ιατρικής βοήθειας. Όλος ο πληθυσμός αποκήρυξε την ιδιωτική ιδιοκτησία.
Στο βιλαέτι της Μπίτολα, όπου το επαναστατικό κίνημα ήταν αριθμητικά δυνατότερο, καλύτερα οργανωμένο και οπλισμένο, επτά διαφορετικές τοποθεσίες ήταν στόχος την πρώτη νύχτα της εξέγερσης και τις μέρες που ακολούθησαν. Οι επιθέσεις εξαπολύθηκαν στους στρατώνες και τα αστυνομικά τμήματα, γέφυρες στον κεντρικό δρόμο από τα Μπίτολα για το Ρέσεν ανατινάχτηκαν, οι γραμμές των τηλέγραφων κόπηκαν, και σημειώθηκαν εμπρησμοί σε όλους τους πύργους του Κυβερνήτη. Οι τακτικές των επαναστατών ήταν στενά συνδεδεμένες με την ανάγκη να μη θέσουν κανέναν σε κίνδυνο και να διαχειριστούν σωστά τον περιορισμένο τους οπλισμό. Σε αυτό το στάδιο της εξέγερσης, απώλειες σημειώνονταν κυρίως ανάμεσα στους Τούρκους.
Η ανταρσία ήταν πιο επιτυχημένη στο Κρούσοβο – μια μικρή πόλη με ανάμεικτο πληθυσμό αποτελούμενο από βούλγαρους [4], έλληνες και βλάχους [5]. Τη νύχτα της 20ης Ιουλίου, και τις πρώτες ώρες της 21ης η πόλη βρέθηκε περικυκλωμένη καθώς δέχονταν επίθεση από 800 επαναστάτες. Έπεσε γρήγορα. Οι καμπάνες των τριών εκκλησιών της πόλης χτυπούσαν καθώς η τουρκική αντίσταση ισοπεδωνόταν και την αυγή μόλις 60 τούρκοι στρατιώτες αντιστέκονταν ακόμα, περικυκλωμένοι μέσα στους στρατώνες. Τα κυβερνητικά κτίρια καταλήφθηκαν και ο πληθυσμός της πόλης βρισκόταν σε κατάσταση αγαλλίασης. «Ο θεός να ευλογεί την ελευθερία μας» φώναζαν ενθουσιασμένοι.
Στις 22 και 23 ένα απόσπασμα των τουρκικών δυνάμεων και μπασι μπαζούκ (στμ. άτακτο σώμα του τουρκικού στρατού) έκανε μια απόπειρα να ανακαταλάβει το Κρούσοβο. Στις 22 Ιουλίου η Επαναστατική Διοίκηση, υπό την ηγεσία του σοσιαλιστή δασκάλου Νίκολα Κάρεφ (Nikola Karev) κατέβηκε απ’ τους λόφους στην πόλη και συναντήθηκε με πρόσωπα με επιρροή –περίπου 60 στον αριθμό- συμπεριλαμβανομένων αντιπροσώπων και των τριών εθνοτικών ομάδων. Μια εξαμελής επιτροπή εκλέχθηκε αποτελούμενη από δύο βούλγαρους, δύο βλάχους και δύο έλληνες. Αυτή ήταν η Προσωρινή Κυβέρνηση που της ανατέθηκε η διαχείριση της ελεύθερης πόλης. Στήθηκαν έξι διευθύνσεις: μία δικαστική, μία για δημεύσεις και επιτάξεις, μία οικονομική, ένα αστυνομικό σώμα, μια οργάνωση για παροχή τροφίμων και μια ιατρική υπηρεσία. Οι λειτουργίες τους ήταν ευθύνη των μελών της προσωρινής κυβέρνησης. Στήθηκε ένα νοσοκομείο στο βουλγαρικό σχολείο και ένας βλάχος γιατρός τοποθετήθηκε υπεύθυνος εκεί. Τα εργαστήρια των σαμαράδων της πόλης άρχισαν αμέσως να παράγουν παπούτσια για τους πολίτες, ζώνες για φυσίγγια και λουριά για τα τουφέκια. Ένα μικρό χυτήριο δημιουργήθηκε για την κατασκευή σφαιρών και την επισκευή τυφεκίων και περιστρόφων. Δύο μύλοι δούλευαν αδιάκοπα για να αλέσουν το σιτάρι που ερχόταν από τις σιταποθήκες στα βουνά, το οποίο στη συνέχεια διένειμαν στον πληθυσμό και τους επαναστάτες.
Η «Κυβέρνηση» φρόντισε τις οικογένειες των πρώην αξιωματούχων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δίνοντας τους ξεχωριστά σπίτια και προμήθειες σε φαγητό. Στα γειτονικά μουσουλμανικά χωριά στάλθηκε μια έκκληση που τους ζητούσε να παραμείνουν ήρεμοι και ουδέτεροι. Τόνιζε πως στόχος του αγώνα των επαναστατών ήταν «η απελευθέρωση όλων των μακεδόνων ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας».
Ειδικές εορταστικές λειτουργίες τελέστηκαν και στις τρεις εκκλησίες -βουλγαρική, ελληνική και βλάχικη. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν μέλη της «Προσωρινής Κυβέρνησης» και του Γενικού Επιτελείου.
Την ίδια μέρα το επαναστατικό δικαστήριο επέβαλλε τη θανατική ποινή σε πέντε προδότες – έναν βούλγαρο και πέντε έλληνες.
Η «Δημοκρατία του Κρούσοβο» είχε αποκλειστικά σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Υπήρχε ένα πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων και η αποτελεσματική διοίκηση εξασφάλιζε τη δικαιοσύνη και την ασφάλεια του πληθυσμού ενώ παράλληλα επέτρεπε μια πλήρη ελευθερία. Αλλά ο ήλιος της ελευθερίας θα έλαμπε μόνο για δέκα μέρες.
Στην περιοχή του Ντεμίρ Χισάρ (Σιδηρόκαστρο) υπήρχαν περίπου 1000 οργανωμένοι αντάρτες. Οι αποστολές τους περιελάμβαναν τον εμπρησμό των πύργων του Κυβερνήτη, την επίθεση στις τουρκικές φρουρές και την καταστροφή ή την παρεμπόδιση των γραμμών επικοινωνίας. Με μια νικηφόρα πορεία κατέλαβαν πολλά χωριά και κήρυξαν παντού την απελευθέρωση του σκλαβωμένου πληθυσμού. Τέσσερα από τα χωριά, τα οποία θεωρούνταν τα ασφαλέστερα, επιλέχθηκαν ως κέντρα προμήθειας τροφίμων· εκεί αποθηκεύονταν οι προμήθειες και προετοιμαζόταν το φαγητό για τους επαναστάτες και τον πληθυσμό. Τα άδεια φυσίγγια ξαναγεμίζονταν με πυρίτιδα και ρούχα ράφτηκαν για τους επαναστάτες. Ομάδες αντρών και γυναικών κατέβαιναν από τους λόφους στις κοιλάδες να να μαζέψουν τη συγκομιδή των χωραφιών. Μετά από πολυάριθμες αλλά σποραδικές συγκρούσεις με τις τουρκικές δυνάμεις ξεκίνησε μια ανακωχή στις 22 Ιουλίου, που κράτησε έως την 5η Αυγούστου. Δημιουργήθηκαν επαφές με ανάμεικτα και τουρκικά χωριά. Επίσης έγιναν συμφωνίες για αμοιβαία μη επίθεση.
Στην περιοχή της Καστοριάς (Kostur) τα νέα για την ανταρσία που ετοιμαζόταν έφτασαν πολύ καθυστερημένα και διαδόθηκαν αργά. Αν και πήρε κάποιο χρόνο μέχρι η ανταρσία να ξεκινήσει, εκεί ήταν που ξέσπασε με τη μεγαλύτερη ένταση. Στα βόρεια τμήματα της περιοχής όλος ο πληθυσμός εξεγέρθηκε. Η τοπική Επαναστατική Διοίκηση πήρε την πρωτοβουλία· διασφάλισε τη νίκη στην περιοχή εκτελώντας μια σειρά σκληρών, αποφασιστικών χτυπημάτων με ταχύτητα φωτός. Η πόλη της Κλεισούρας βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών από τις 23 Ιουλίου ως τις 14 Αυγούστου· συνολικά 20 μέρες.
Στην περιοχή της Φλώρινας (Lerin) οι προετοιμασίες για την εξέγερση ήταν οι λιγότερο επαρκείς. Υπήρχαν περίπου 500 οργανωμένοι αντάρτες στην περιοχή, περίπου 10-20 ανά χωριό, και εδώ η απόφαση του συνεδρίου να διεξάγει μια ανταρσία αντάρτικου τύπου εκτελέστηκε πιστά. Ο πληθυσμός παρέμεινε στα χωριά και η ανταρσία περιορίστηκε σε διάφορα σαμποτάζ την πρώτη νύχτα: Οι γραμμές των τηλέγραφων ανάμεσα στη Φλώρινα και τα Μπίτολα κόπηκαν, οι σιδηροδρομικές γέφυρες κόπηκαν και οι πύργοι του κυβερνήτη κάηκαν. Αλλά η προληπτική καταστολή των αρχών τσάκισε την εξέγερση εδώ· μια σκληρή ήττα.
Στην περιοχή της Οχρίδας τα αποτελέσματα της εξέγερσης ήταν τα πιο απογοητευτικά. Από τη μία η φυσική κλίση του πληθυσμού και η αποφασιστικότητά τους ήταν ευνοϊκές για την ανταρσία. Αλλά από την άλλη, η γειτνίαση με την Αλβανία -που δεν συμπαθούσε τους μακεδόνες- το μικρό ποσοστό βούλγαρων στον πληθυσμό των περιφερειακών περιοχών, ο λιγοστός εξοπλισμός των ντόπιων επαναστατών αποθάρρυναν τους επαναστάτες ηγέτες στην Οχρίδα. Οι αποστολές που συμφωνήθηκαν κάτω από ένα γενικό πλάνο εκτελέσθηκαν, αλλά δεν επιτεύχθηκε καμία σημαντική στρατιωτική επιτυχία. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, τη ημέρα του προφήτη Ηλία, η πόλη ήταν γεμάτη αφίσες στα τούρκικα που καλούσαν τον τουρκικό πληθυσμό να παραμείνει ουδέτερος και εξηγούσαν πως ο επαναστατικός αγώνας δεν κατευθυνόταν εναντίον τους αλλά αντίθετα, ενάντια στην τυραννία της οθωμανικής εξουσίας. Αυτό βοήθησε να ηρεμήσει ο τουρκικός πληθυσμός που φοβόταν τις εξελίξεις. Ο επικεφαλής της περιοχής έδειξε επιείκεια απέναντι στους βούλγαρους και ταυτόχρονα κρατούσε υπό έλεγχο τους φανατικούς τούρκους εθνικιστές. Έτσι η κατάσταση στην πόλη παρέμεινε σχετικά ήρεμη, αλλά ταυτόχρονα ο επαναστατικός ενθουσιασμός των τοπικών αρχηγών της επανάστασης στην Οχρίδα εξανεμίζονταν. Στα περίχωρα διαπράττονταν βιαιότητες που σε συνδυασμό με τα λάθη που γίνονταν από την ηγεσία περιόριζαν το μέγεθος και την επιτυχία της εξέγερσης. Οι γραμμές επικοινωνίας ανάμεσα σε Ωχρίδα και Μπίτολα, Κίτσεβο, Ντεμπάρ, Ελμπασάν και Κορυτσά κόπηκαν, οι πύργοι του κυβερνήτη κάηκαν, και οι κυβερνήτες, οι τελάληδες των πόλεων και οι Τούρκοι αξιωματικοί πιάστηκαν και χτυπήθηκαν στα χωριά. Με καθαρά στρατιωτικούς όρους, οι επαναστάτες ήταν αρκετά καλά προετοιμασμένοι· συμμετείχαν σε έναν ικανοποιητικό αριθμό μικρών ένοπλων συγκρούσεων και δεν είχαν αξιοσημείωτες απώλειες.
Στην περιοχή του Κίτσεβο μόνο ο πληθυσμός των ορεινών περιοχών συμμετείχε στην εξέγερση. Οι υπόλοιπες περιοχές παραήταν υπό την επιρροή της σερβικής προπαγάνδας και ο πληθυσμός τους παρέμεινε παθητικός. Σε συνδυασμό με το σαμποτάζ στο Κίτσεβο έγινε και μια μεγάλη διαδήλωση. Την 20η Ιουνίου όλη η πόλη περικυκλώθηκε από τρία αποσπάσματα επαναστατών, συνολικά περίπου πεντακοσίων αντρών. Με δυνατές κραυγές και με φωτοβολίδες σκόρπισαν το χάος και τον πανικό στα τάγματα του τουρκικού στρατού που στρατοπέδευαν ακριβώς έξω από την πόλη. Μισή ώρα αργότερα, συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν αρκετοί σε αριθμό ούτε και αρκετά εξοπλισμένοι για να καταλάβουν την πόλη, οι αντάρτες αποσύρθηκαν στα βουνά. Η πράξη τους πέτυχε να διασπείρει τον φόβο στην τουρκοκρατούμενη πόλη.
Στις περισσότερες συγκρούσεις αυτών των πρώτων ημερών της εξέγερσης οι επαναστάτες κέρδιζαν προσωρινές επιτυχίες εξαιτίας της κινητικότητας τους και του στοιχείου του αιφνιδιασμού. Δεν λειτουργούσαν σε μικρές διασκορπισμένες πολιτοφυλακές αλλά σε πολύ μεγαλύτερες μονάδες και παρόλα αυτά αναπτύχθηκαν με μεγάλη ταχύτητα.
Δεν συνέβη καμία ανταρσία στην περιοχή του Πρίλεπ (στμ. κεντρικά της Βόρειας Μακεδονίας). Αυτό έγινε λόγω της απόστασης και από τα βουλγαρικά σύνορα και από τις επαρχίες όπου συγκεντρώνονταν κυρίως ο οπλισμός. Στη μελέτη του για την εξέγερση ο Khristo Silyanov θεωρεί επίσης τη συμπεριφορά των δύο μεγάλων επαναστατών Dzhordzhe Petrov και Pere Toshev, που βρίσκονταν στην περιοχή του Πρίλεπ την περίοδο της ανταρσίας, ως μέρος της εξήγησης. Ένας ακόμη λόγος ήταν ένα ατύχημα που συνέβη πριν την εξέγερση και κινητοποίησε τον τουρκικό στρατό.
Την ημέρα του Προφήτη Ηλία, οι επαναστατικές πολιτοφυλακές έκοψαν τις γραμμές των τηλεγράφων από το Πρίλεπ, τα Μπίτολα και την Βελέσα και κατέστρεψαν τις γέφυρες στους δρόμους για Γκράντσκο, το Κίτσεβο, το Κρούσοβο και τη Βελέσα. Στις 23 Ιουλίου επιτέθηκαν στους στρατώνες και το δημαρχείο ενός χωριού.
Στις τοπικές οργανώσεις του επαναστατικού κινήματος στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο στην Μακεδονία που περιελάμβανε και τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και τη Δράμα, η τοπική ηγεσία αντιτέθηκε στην εξέγερση λόγω διαφωνιών (ακόμα και με ανοικτή εχθρότητα) ανάμεσα στους ακτιβιστές της ΕΜΕΟ και τους κεντρώους της οργάνωσης. Παρά τον προσωρινό συμβιβασμό οι σχέσεις παρέμεναν παγωμένες και γενικά οι επιχειρήσεις που διεξάγονταν εκεί δεν ήταν καλά συντονισμένες. Μόνο οι επαναστατικές πολιτοφυλακές έπαιζαν ενεργό ρόλο – συμβούλευσαν τον τοπικό πληθυσμό να απέχει από συγκεκριμένες δραστηριότητες και απλά να βοηθά για τις προμήθειες των επαναστατών. Οι περισσότερες επιχειρήσεις που έρχονταν σε πέρας ήταν σαμποτάζ, πιο σημαντική από τις οποίες ήταν η καταστροφή ενός κομματιού του σιδηροδρομικού δικτύου, 900μέτρων, και της σιδηροδρομικής γέφυρας κοντά στην Γευγελή στα τέλη του Ιουλίου. Ο κλοιός στην περιοχή έσφιξε μετά τις βόμβες στην Θεσσαλονίκη [στμ. εννοεί τα Απριλιανά του 1903, βλέπε και το βιβλίο Βαρκάρηδες, εκδ. Δαίμων του Τυπογραφείου] και αυτό αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στον περιορισμό της επέκτασης της εξέγερσης εκεί.
Στο βιλαέτι των Σκοπίων, όπου ο κεντρικός αρχηγός ήταν ο Νίκολα Πουσκάροφ (Nikola Pushkarov) (αργότερα ένας αξιοσέβαστος βούλγαρος γεωλόγος), η ανταρσία πήρε κυρίως την μορφή σαμποτάζ. Την 1η Αυγούστου μια επίθεση με δυναμίτη προκάλεσε τον εκτροχιασμό ενός στρατιωτικού τρένου με 32 βαγόνια. Η μόνη εξαίρεση στο μοτίβο της περιοχής αυτής ήταν γύρω από το Ραζλόγκ [στμ. Νοτιοδυτική Βουλγαρία] όπου ο πληθυσμός συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Αφού καταπνίγηκε η εξέγερση, η καταστολή εκεί ήταν ιδιαίτερα σκληρή.
Στο βιλαέτι των Σερρών, η δραστηριότητα των πολιτοφυλακών ήταν εξαιρετικά σημαντική. Οι πολιτοφυλακές συγκράτησαν μια τουρκική δύναμη 20.000 στρατιωτών, γεγονός που βοήθησε σημαντικά την εξέγερση στην περιοχή των Μπίτολα όπου ήταν το επίκεντρο της επαναστατικής δραστηριότητας.
Η εξέγερση συνοδεύτηκε από συγκρούσεις ανάμεσα σε επαναστατημένες πολιτοφυλακές και σώματα του τουρκικού στρατού. Ακόμα και αφού η ανταρσία καταπνίγηκε τον Σεπτέμβρη και Οκτώβρη του 1903, οι σποραδικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν έως το τέλος του χρόνου. Στο απόγειο της εξέγερσης συνολικά περίπου 14.000 με 16.000 επαναστάτες μαχητές [6] οπλισμένοι με παλιά τουφέκια, τσεκούρια, παλούκια και δίκρανα αντιμετώπισαν έναν μόνιμο στρατό της οθωμανικής αυτοκρατορίας (200.000-300.000 άντρες) με σύγχρονο οπλισμό και εξοπλισμό. Ένα ακόμα πρόβλημα ήταν ο γενικότερα ελλιπής συντονισμός των επιχειρήσεων και η έλλειψη μιας αποτελεσματικής κοινής διοίκησης. Οι πιο υπεύθυνοι αρχηγοί του κινήματος προέβλεψαν το αποτέλεσμα αυτό και ήταν ενάντια στο πρόωρο ξέσπασμα της εξέγερσης ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο. Η στρατηγική ήταν ξεκάθαρη: καμία επίθεση δεν έγινε ενάντια σε κύριες πόλεις και κωμοπόλεις, παρά τις συμβουλές των στρατιωτικών ειδικών. Παρά τις διεθνιστικές απόψεις τους, οι επαναστάτες δεν ήταν πάντα σε θέση να διασφαλίσουν την εμπιστοσύνη και τη βοήθεια των ανθρώπων όλων των εθνοτικών ομάδων. Στις απελευθερωμένες περιοχές τέθηκαν τα θεμέλια για ένα νέο και πιο δίκαιο τρόπο ζωής, αλλά δεν έγιναν όλα τα απαραίτητα για την προστασία της επανάστασης.
Στην περιφέρεια των Μπίτολα 746 επαναστάτες σκοτώθηκαν σε 150 συγκρούσεις. Στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης υπήρξαν 38 συγκρούσεις και 109 νεκροί επαναστάτες. Στην περιφέρεια των Σκοπίων μόνο 15 συγκρούσεις αλλά 93 απώλειες. Παντού η εξέγερση ηττήθηκε και την ήττα ακολούθησαν τα σκληρά αντίποινα που χτύπησαν τον άμαχο πληθυσμό. Στις τέσσερις επιχειρησιακές περιοχές -Μπίτολα, Θεσσαλονίκη και Σκόπια στη Μακεδονία και Αδριανούπολη στην Θράκη- επλήγησαν περισσότερες από 16 περιοχές: 201 χωριά κάηκαν ολοσχερώς, 12.400 σπίτια έγιναν στάχτη, 4.694 άνθρωποι σφαγιάστηκαν, 3.122 βιάστηκαν και 176 γυναίκες και κορίτσια απήχθησαν. 70.835 άνθρωποι έμειναν άστεγοι [7] και 30.000 πρόσφυγες έφυγαν για το αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας.
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1903 οι Νταμιάν Γκρουέφ, Μπόρις Σαράφοβ και Λοζάντσεφ (Lozanchev) συναντήθηκαν για να συζητήσουν την απελπιστική κατάσταση. Προετοίμασαν μια δήλωση προς την βουλγαρική κυβέρνηση που στάλθηκε στη Σόφια μέσω της βουλγαρικής αποστολής στα Μπίτολα. Έγραφε: «…Έχοντας τοποθετηθεί σε ηγετική θέση του λαϊκού κινήματος εδώ, σας καλούμε στο όνομα του καταπιεσμένου βουλγαρικού πληθυσμού να έρθετε και να μας βοηθήσετε με τον πιο αποτελεσματικό δυνατό τρόπο- μέσω στρατιωτικής επέμβασης…» [8]
Δέκα μέρες αργότερα η γενική επιτροπή αποφάσισε να παύσει κάθε επαναστατική δραστηριότητα. Οι επαναστατικές δυνάμεις – με εξαίρεση τις καθεστωτικές πολιτοφυλακές- ανακηρύχθηκε πως διαλύθηκαν.
ΠΗΓΗ: http://www.savanne.ch/tusovka/en/will-firth/bulgaria.html#8
Σημειώσεις (περιλαμβάνονται σημειώσεις του συγγραφέα και του μεταφραστή-στα αγγλικά):
1. To κομιτάτο του Odrin όπως αναφέρεται στα βουλγαρικά βρίσκεται γύρω από την πόλη του Οdrin (το τουρκικό της όνομα είναι Edirne, το ελληνικό Αδριανούπολη). Πλέον ανήκει στο Τουρκικό κράτος. Η περιοχή είναι συνώνυμη της Ανατολικής Θράκης -είναι η περιοχή ανάμεσα στον ποταμό Μαρίτσα (στμ. Έβρος), που σήμερα αποτελεί το σύνορο μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, και την Μαύρη Θάλασσα.
2. Makedonia i Odrinsko (1893-1903). Memoar na Vutreshnata organizatsia. Σόφια, 1904, p. 119.
3. Ο.π, σελ. 118.
4. Εδώ και σε άλλα σημεία αυτού του κειμένου ο όρος Βουλγάρικος χρησιμοποιείται ως ένας όρος ομπρέλα για να εννοήσει και εθνικά Βούλγαρους και Μακεδόνες- νότιους Σλάβους- σαν διαχωρισμό από τις πολλές άλλες εθνικές ομάδες στην γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Ο βαθμός της πολιτισμικής και γλωσσολογικής ομοιότητας μεταξύ των Μακεδόνων και των Βουλγάρων είναι πολύ υψηλός και ήταν μόλις στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, με την δημιουργία μιας ξεχωριστής δημοκρατίας της Μακεδονίας μέσα στην Γιουγκοσλαβία, που ξεκίνησαν να προκύπτουν και να κωδικοποιούνται πιο ξεκάθαρα οι γλωσσολογικές και πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στους «Βούλγαρους» και τους «Μακεδόνες». Έτσι, εδώ όταν ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την λέξη Βουλγάρικο συχνά εννοεί Μακεδονικό εκτός αν αναφέρεται ευθέως στο αυτόνομο Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας και την κυρίαρχη εθνική ομάδα εκεί. (μτφ)
5. Μικρή εθνική ομάδα, που ζει κυρίως στην Βουλγαρία αλλά και σε γύρω περιοχές και μιλά μια γλώσσα κοντά στα ρουμανικά (μτφ)
6. Kh. Silyanov, Osvoboditelnite borbi na Makedonia, vol. 1 – Ilindenskoto vustaniye, Σόφια, 1933, σελ. 442-443.
7. Makedonia i Odrinsko…, σελ. 182, 250.
8. Kh. Silyanov, Osvoboditelnite borbi…, σελ. 434-435