Η οικογένεια Κρούσετ στην Αντίσταση (Γερμανοί Αναρχικοί Ενάντια στους Ναζί)
Του Andreas Graf
Η Ελεύθερη Ένωση των Εργαζομένων της Γερμανίας (FAUD) ιδρύθηκε στα 1919, διαχωρίστηκε από τις υπόλοιπες μικρές οργανώσεις που προέκυψαν από τις διασπάσεις των KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας) και SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) και αντιπροσώπευσε την αυτόνομη κατεύθυνση του εργατικού κινήματος που οι ρίζες του βρίσκονταν πίσω στο 19ο αιώνα. Είχε την αντίληψη πως είναι, την ίδια στιγμή, μια οργάνωση για την οικονομική πάλη όπως κι ένα ριζοσπαστικό πολιτιστικό κίνημα, αντιτιθέμενο τόσο στο KPD όσο και στο SPD.
Προς το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αυτός ο οργανωμένος αναρχισμός των εργαζομένων στη βιομηχανία και τις εξορύξεις που ήταν κάποτε, ιδιαίτερα στην περιοχή του Ρουρ, ένα μαζικό κίνημα μετρούσε όλο κι όλο 4.307 οικονομικά τακτοποιημένα μέλη, χωρισμένα σε 157 τοπικές ομάδες.
Πέρα από τα παλιά μέλη που είχαν ήδη οργανωθεί με τρόπο αναρχικό ή συνδικαλιστικό πριν το 1914 και των οποίων οι προσωπικότητες ενσαρκώνουν τους στόχους που δεν είχαν επιτευχθεί από το κίνημα, υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που εμπλέκονταν και οι οποίοι είχαν μπει στη Ελεύθερη Ένωση των Εργαζομένων της Γερμανίας (FAUD) στις αρχές του 1920, οι οποίοι είχαν πολιτικοποιηθεί μέσα στη Συνδικαλιστική Αναρχική Νεολαία της Γερμανίας (SAJD) και οι οποίοι είχαν μείνει στην οργάνωση για ιδεαλιστικούς λόγους. Ο, βασικά οικογενειακά προσανατολισμένος, σχηματισμός της ομάδας των αναρχοσυνδικαλιστών είχε μεγάλη ικανότητα μεταξύ των γενεών: το προσωπικό πλαίσιο συνίστατο από ένα περιβάλλον μονάδων διαφορετικών γενεών και της οικογένειας, αυτό διασφάλιζε την συνέχεια και ήταν το πεδίο για τη στρατολόγηση. Αυτό ίσχυε εξίσου για τις ομάδες της FAUD και SAJD στο Βούπερταλ που είχαν μόνο γύρω στα 50 μέλη στα τέλη του 20’.
Ο Γκούσταφ (γεννημένος το 1912) κι ο Φριτς (γεννημένος το 1910) Κρούσετ μεγάλωσαν μαζί με την αδερφή τους σ’ έναν οικισμό αστέγων στο Έλμπερφελτ [στμ. διαμέρισμα του Βούπερταλ, ως το 1929 ανεξάρτητη πόλη]. Ο πατέρας τους πέθανε νωρίς κι η μητέρα τους, μια γυναίκα αποφασισμένη, έπρεπε να θρέψει την οικογένεια μοναχή της. Είχε υπόβαθρο Καθολικής, αλλά ήταν και μέλος του σωματείου, έστελνε τα παιδιά της στο ελεύθερο, κοσμικό, σχολείο κι ενθάρρυνε την εκπαίδευσή τους όσο την έπαιρνε οικονομικά. Μέσω κάποιων φίλων της μητέρας τους, τ’ αδέρφια βρήκαν την κυριαρχούμενη από τους αναρχοσυνδικαλιστές Κοινότητα των Ελεύθερα Σκεπτόμενων Προλετάριων. Εκεί συνάντησαν μέλη της SAJD, η ομάδα των οποίων έγινε η εστίαση των ζωών τους στα χρόνια 1929-1933.
Το 1930, η Συνδικαλιστική Αναρχική Νεολαία της Γερμανίας (SAJD) αποτελούνταν από περίπου 10 νεαρούς εργάτες και 5 μαθητευόμενους ηλικίας 16 έως 22 χρόνων. Υπήρχαν μόνο 3 κορίτσια στην ομάδα, απ’ τα οποία η μία έφυγε σύντομα. Τα κορίτσια ήταν εκπαιδευόμενες μοδίστρες/ράφτρες. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και η μελλοντική γυναίκα του Γκούσταφ, η Χέντβιγκ (“Η Σανίδα”), το γένος Felsch, η οποία μπήκε στην ομάδα μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό της, τον Βίλλι, μέλος της πρόδρομης οργάνωσης της Ελεύθερης Αυγής της Νεολαίας (Freie Jugend Morgenröte). Τα αγόρια ασχολούνταν ως τσιράκια στον τόρνο, μπογιατζήδες, ταπετσιέρηδες, ανειδίκευτοι περιστασιακοί εργάτες, χτίστες και κατασκευαστές εργαλείων.
Οι περισσότεροι έχασαν τις δουλειές τους στη διάρκεια της κρίσης του 1930. Η ομάδα δεν ήταν ποτέ και σε κανένα βαθμό πετυχημένη στην προσέλκυση και οργάνωση της νεολαιίστικης εργατικής τάξης, έξω από την ομάδα. Παρέμειναν μια γροθιά συνωμοτών με μια μεγάλη ενότητα μεταξύ τους και μεγάλη διάσταση με τους υπόλοιπους. Με τις εξαιρέσεις των αδελφών Χέλμουτ και Χανς Kirschey, όπως και του Χανς Σούρε, ο οποίος είχε φύγει από την Γερμανική Κομμουνιστική Νεολαία (KJVD), η SAJD δεν απέκτησε νέα τακτικά μέλη.
Ειδικά τα κορίτσια είχαν δύσκολη θέση μέσα στην ομάδα. Όπως περιγράφει η Χέντβιγκ: «Για τα περισσότερα κορίτσια ήταν μια στείρα λέσχη για συζητήσεις και δράσεις – και το να πηγαίνεις για χορό και τέτοια αποδοκιμάζονταν, αλλά έτσι κι αλλιώς τ’ αγόρια μας δεν είχαν λεφτά για τέτοια». Στην πραγματικότητα ήταν μια αληθινή διάκριση μεταξύ άλλων νεολαιίστικων οργανώσεων, αφού δεν ήθελαν να έχουν κανενός είδους «Λέσχη για να κοκορεύονται, σαν τη Σοσιαλιστική Εργατική Νεολαία ή σαν της Μπουρζουαζίας». Τα κορίτσια επίσης εμπλέκονταν για την υπόθεση και ορισμένες φορές τους ήταν δύσκολο να κρατούν τα αγόρια “μακριά τους”.
Τα μέλη της SAJD περνούσαν σχεδόν κάθε μέρα μεταξύ τους. Στο Ούντερμπαρμεν (Unterbarmen) του Βούπερταλ έχτισαν ένα «Νεανικό Κέντρο», μια καλύβα στον κήπο ενός συντρόφου. Εκεί μπορούσαν να κοινωνικοποιηθούν και να συνομιλούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Υπήρχε ισχυρή επιθυμία για εκπαίδευση μέσα στην ομάδα. «Διαβάζουμε ό, τι μπορεί να φτάσει στα χέρια μας: Μπακούνιν, Κροπότκιν, Ρόκερ, Μίζαμ (Mühsam), Σινκλέρ, Τζακ Λόντον, Ντοστογιέφσκι, ακόμα το Κεφάλαιο και τη Ζωή των Ζώων του Άλφρεντ Μπεχμ. Αυτό που θέλαμε είναι να μάθουμε πως συνδέονται όλα.»
Μια «φυσιολογική» μέρα του Γκούσταφ Κρούσετ στα 1930 έμοιαζε κάπως έτσι: «Το πρωί στις 6 έπρεπε να είμαι έξω (…) Αμέσως μετά τη δουλειά, συνηθίζαμε να βρισκόμαστε κάπου. Εκείνες τις μέρες, κάτι συνέβαινε σχεδόν πάντα: ξύλο με τους ναζί, συζητήσεις στο Δημαρχείο με τους «φιλόσοφους της ζεστής σοκολάτας», γράψιμο ή μοίρασμα φυλλαδίων, στο σωματείο ή στο δρόμο. Τα απογεύματα, θα πηγαίναμε πάντα στις συναντήσεις άλλων οργανώσεων για να συνεισφέρουμε τη γνώμη μας. Ή θα περνάγαμε χρόνο μεταξύ μας. Νομίζω πως τότε δύσκολα πήγαινα στο κρεβάτι πριν τα μεσάνυχτα. Ύστερα διάβαζα ως τις 3 περίπου.»
Οι νεολαίοι προπαγάνδιζαν με απλά μέσα: φυλλάδια, αφίσες, προσπάθειες για τη δημοσίευση ομαδικού ενημερωτικού δελτίου. Ένα υψηλό σημείο ήταν οι δύο παραστάσεις του θεατρικού του Έρικ Μίζαμ (1) «Στο όνομα του Κράτους», για τους δύο δολοφονημένους αναρχικούς, τους Σάκκο και Βανζέτι, μπρος σ’ ένα κοινό 100 ατόμων.
Ωστόσο οι περισσότερες δράσεις που αναλάμβανε η ομάδα εκκινούσαν από την πάλη ενάντια στο αναπτυσσόμενο εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Η αυξανόμενη τρομοκρατία από τα κομάντο των εθνικοσοσιαλιστών, οδήγησε, απ’ το 1929 και μετά, στην συγκρότηση ένοπλων οργανώσεων αυτοάμυνας σε μια σειρά από πόλεις, γνωστότερων με την ονομασία “Μαύρες Ορδές” (Schwarze Scharen (2)). Οι αναρχοσυνδικαλιστές του Βούπερταλ έφτιαξαν επίσης μια Μαύρη Ορδή. Είχαν κάποια περίστροφα όπως κι ένα τουφέκι. Τα αδέρφια Κρούσετ ήταν ιδρυτικά μέλη αυτής της ομάδας. «Φοράγαμε μαύρα μπλουζάκια, μαύρα παντελόνια και μπότες και ζώνη. Κάποιοι τ’ αναβάθμιζαν με βερνίκι παπουτσιών, μιας και δεν είχαμε καθόλου λεφτά.
» Οδηγούσαμε τις διαδηλώσεις μας με συνθήματα και τραγούδια ή πηγαίναμε και σε διαδηλώσεις μαζί μ’ άλλους. Μας έδειχναν μεγάλο σεβασμό – δεν ήξεραν, παρόλα αυτά, πόσο λίγοι ήμασταν.» Ο Χανς Σμίτζ συνοψίζει τη μαχητικότητά τους: «Αν δεχόσουν επίθεση από κανά ναζί, έπρεπε να τον χτυπήσεις άμεσα. Δεν μπορούσες απλά να περιμένεις ως την επόμενη μέρα κι ύστερα να καλέσεις σε γενική απεργία στο εργοστάσιο, όπως έλεγαν οι μεγαλύτεροι σύντροφοι.»
Οι Μαύρες Ορδές αντιπροσώπευαν το νέο, ακτιβιστικό πνεύμα της μαχητικότητας των νεαρών αναρχοσυνδικαλιστών. Στο Βούπερταλ, η Μαύρη Ορδή ήταν ένα μικρό αλλά σημαντικό τμήμα της προλεταριακής αυτοάμυνας, μέσω του οποίου αντιμετωπίζονταν οι επιθέσεις των ναζιστικών Ταγμάτων Εφόδου (SA), τόσο οργανωτικά και ιδεολογικά όσο και στους δρόμους των περιοχών της εργατικής τάξης.
Αρχές Μάρτη του 1933, τα αδέρφια Κρούσετ θα μπορούσαν μόνο να αποφύγουν τη σύλληψη από τα Τάγματα Εφόδου (TE) με μια βιαστική κίνηση στη συνοικία του Μπάρμεν. Ήταν γνωστοί στα TE ως ασυμβίβαστοι αντιφασίστες – κρεμούσαν συχνά έξω απ’ το παραθύρι τους τη μαύρη σημαία. Ακόμα, ο Φρίτς Κρούσετ είχε μηνύσει ένα μέλος των TE ο οποίος είχε πυροβολήσει εναντίον πεζών. Τη νύχτα μετά τη φυγή τους τα ΤΕ διέλυσαν το διαμέρισμα τους, έκλεψαν τη μαύρη σημαία μαζί με 500 μάρκα. Παρόλα αυτά, ο Γκούσταφ και η Χέντβιγκ, που ζούσαν μαζί σε “ελεύθερο έρωτα”, και ο Φριτς, κράτησαν επαφές με την ομάδα τους. Η νεολαίοι κράτησαν, μαζί με λίγους παλιότερους συντρόφους, το κύριο βάρος της αναρχοσυνδικαλιστικής αντίστασης.
Η αποκεντρωμένη δουλειά στη βάση, η αυτοοργάνωση και η ανεξαρτησία ήταν ριζωμένα. Η προλεταριακή αλληλεγγύη ήταν η εστίασή τους κι εκφραζόταν ειδικά με στήριξη υλική και ψυχολογική για τις οικογένειες αυτών που συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν. Εκφραζόταν τόσο με τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές συναντήσεις, μεταφορά μηνυμάτων, βοήθεια για απόδραση, συλλογές για την Ισπανία, διανομή λογοτεχνίας η οποία έρχονταν παράνομα απ’ το εξωτερικό, διανομή φυλλαδίων, γράψιμο συνθημάτων και άλλα. Οι αρχές της αλληλοβοήθειας και της προλεταριακής αλληλεγγύης είχαν τόσο μεγάλη σημασία φυσικά που ο Φρίτς Κρούσετ μίλησε ανοιχτά γι’ αυτά στη δίκη του το 1938. Η Χέντβιγκ κι ο Γκούσταφ έκρυψαν τον Άλφρεντ Κίρσεφ (Alfred Kirschey), τον ηγέτη της Γερμανικής Κομμουνιστικής Νεολαίας (KVJD) στο Βούπερταλ, για μερικές μέρες μέχρι να έρθει από την Ολλανδία βοήθεια από τους αναρχοσυνδικαλιστές. Η Χέντβιγκ ανέλαβε επίσης την φροντίδα της εγκύου αρραβωνιαστικιάς του Κίρσεφ κι όταν αυτή έπρεπε να φύγει την βοήθησε να βρει δουλειά, ενώ αργότερα νεαρότεροι σύντροφοι ανέλαβαν να προσέχουν το παιδί.
Το 1937, η Χέντβιγκ Κρούσετ δούλευε σαν ράφτρα σε μια εταιρία του Έλμπερφελτ η οποία παρήγαγε τις στολές της νεολαίας του Χίτλερ. Ο άντρας της τότε ήταν ήδη φυλακή. Ο διευθυντής της εταιρίας σχεδίαζε να ακυρώσει το χριστουγεννιάτικο μπόνους που είχε υποσχεθεί για τις περίπου 25 εργάτριες. Τότε είπε: «Εντάξει, έχω μάθει αρκετά για τον αναρχισμό και το συνδικαλισμό για τέτοιες περιστάσεις, οπότε κόψαμε το ρυθμό. Είπα σε όλες “ας σταματήσουμε να μιλάμε ή να κάνουμε μεγάλα διαλείμματα για τουαλέτα· θα δουλεύουμε όπως ακριβώς πρέπει, αλλά τρεις φορές πιο αργά”.» Η ταραχοποιός κλήθηκε να μιλήσει στ’ αφεντικό κι αυτός την απείλησε πως θα τη στείλει στη φυλακή όπως τον άντρα της. Τότε την απέλυσε κι ύστερα έφαγε τα μούτρα του λόγω της αλληλεγγύης των υπόλοιπων ραφτρών. Την πήρανε πίσω. Η απεργία πέτυχε τελικά: το χριστουγεννιάτικο μπόνους δόθηκε.
Το 1936, η Γκεστάπο άρχισε την ανίχνευση των δραστηριοτήτων της αντίστασης. Σε τρεις μήνες, πάνω από 100 αναρχοσυνδικαλιστές συνελήφθησαν στην περιοχή του Ρήνου· ο Γκούσταφ την 6η Μάρτη του ‘37, ο Φριτς την 7η Απρίλη του ‘37. Οι έρευνες διήρκησαν πάνω από ένα χρόνο και καθοδηγούνταν από τη Γκεστάπο του Ντίσελντορφ. Σχεδόν όλοι όσοι φυλακίστηκαν υπέστησαν κακομεταχείριση. Σε δύο μεγάλες δίκες, τον Γενάρη και το Φλεβάρη του ‘38, το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο του Χάμμ βρήκε ενόχους και τους 88 αναρχοσυνδικαλιστές για “προετοιμασία Εσχάτης Προδοσίας”. Από τους 11 με καταγωγή το Βούπερταλ που καταδικάστηκαν, οι εννιά ήταν πρώην μέλη της SAJD. Οι Γκούσταφ και Φριτς Κρούσετ καταδικάστηκαν σε 2 χρόνια και 3 μήνες φυλάκισης “παρά τις επίμονες αρνήσεις τους”.
Τα υπόλοιπα λέγονται εν συντομία. Ο Γκούσταφ μετά την αποφυλάκιση ήταν υπό επιτήρηση απ’ τη Γκεστάπο και τον πήραν στο Τάγμα Τιμωρίας των Καταδικασθέντων 999. Στην αρχή στάλθηκε στα Νότια της Γαλλίας και κατόπιν πήγε στην Αλβανία, όπου κατέληξε το 1944 φυλακισμένος. Είχε φροντίσει να έχει κρυφά επάνω του το χαρτί της καταδίκης του. Μ’ αυτό απέδειξε ποιος ήταν στην Αλβανική αντίσταση.
Ο Φριτς Κρούσετ κατέληξε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάκενχοζεν μετά την έκτιση της ποινής του. Το φθινόπωρο του ‘44 ήταν ανάμεσα στους 770 φυλακισμένους που εξαναγκάστηκαν να επανασυγκροτήσουν μια ειδική μονάδα των SS, το Τάγμα του Ντιρλεβάνγκερ (3). Απ’ την πρώτη τους αποστολή στο μέτωπο κατάφεραν να αυτομολήσουν προς τους Σοβιετικούς περίπου 500 άνδρες, ανάμεσά τους κι ο Φριτς. Αλλά (κι αυτή ήταν μια δυσάρεστη εμπειρία για τον Φριτς) δεν αντιμετωπίστηκαν από τους Σοβιετικούς σαν μαχητές της αντίστασης, αλλά σαν αιχμάλωτοι πολέμου. Ως τα μέσα του 1947 οι μόνοι φυλακισμένοι των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης που θα απελευθερώνονταν ήταν αυτοί που θεωρούνταν ανάξιοι εργασίας λόγω αρρώστιας ή αναπηρίας. Ο Φριτς Κρούσετ άνηκε σ’ αυτή την κατηγορία. Γύρισε στη Γερμανία το Σεπτέμβρη του 1945.
Ο Φριτς τότε έγινε για μικρό χρονικό διάστημα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), όπως κι άλλοι αναρχοσυνδικαλιστές του Βούπερταλ. «Οι καλύτεροι πήγαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα (…) παρά τις αμφιβολίες και ανησυχίες τους», κατέληγε ο Όγκουστ Μπέννερ το 1946. Αλλά για όλους τους, αυτό ήταν μονάχα προσωρινό. Το πλαίσιο που καθορίστηκε από τις αρχές “της Ελευθερίας και του δημοκρατικού σοσιαλισμού” και του “Ποτέ ξανά φασισμός ή Κομματική δικτατορία” δεν άφησαν χώρο για μόνιμη ενασχόληση τέτοιου είδους. «Είχαμε μάθει να δίνουμε αξία στα ελεύθερα δημοκρατικά συστήματα και να μισούμε παθιασμένα τις δικτατορίες οποιουδήποτε είδους.»
Εφόσον πάντα ενδιαφέρονταν για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό, οι αδερφοί Κρούσετ δούλεψαν μαζί με φίλους σε ομάδες εργασίας σε ένα πρόγραμμα ενηλίκων για τα προβλήματα στο σοσιαλισμό· ενδιαφέρθηκαν επίσης για την συνεργατική οικονομία και τις δημοτικές υποθέσεις. Είχαν τη γνώμη πως δεν μπορούσαν απλά να ξαναρχίσουν από κει που είχαν μείνει με την αναρχοσυνδικαλιστική παράδοση πριν τον πόλεμο. Έτσι, η αναβίωση της FAUD απορρίφθηκε. Αναζητήθηκε ρεαλισμός και πραγματισμός, αντί του δογματισμού – ιδεολογικού ή οργανωτικού· χρειαζόταν περισσότερο η πρακτική συνεισφορά κατά κύριο λόγο στην οικονομική ανασυγκρότηση, συνοδευόμενη φυσικά από μια θεμελιώδη ανανέωση της κοινωνικής και πνευματικής βάσης της κοινωνίας.
Δημιουργήθηκαν ένα σημείο πρόσβασης κι ένα σπίτι μαζί με την ίδρυση της οργανωτικής και ανοιχτής πλατφόρμας της Ομοσπονδίας των Ελεύθερων Σοσιαλιστών. Αλλά αυτή η μικρή ομάδα δεν μπορούσε να έχει επιρροή στην πολιτική ανάπτυξη της μεταπολεμικής Γερμανίας. Δεν υπήρχε πλέον η βάση μες στο εργατικό κίνημα για το σοσιαλεπαναστατικό ρεύμα το οποίο αυτοί αντιπροσώπευαν, το οποίο πήγαινε πέρα απ’ το σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό και τον Σταλινικό κομμουνισμό.
Οι ενήλικοι Κρούσετ είχαν ακόμη την ιδέα, την οποία είχαν ενσωματώσει στη νεανική τους ομάδα, για την αφοσίωση στην ενεργό συμμετοχή στη δημόσια ζωή και στη δημιουργία του πολιτικού ως ενός πεδίου της ζωής και της εμπειρίας αδιαχώριστο από το προσωπικό, καθώς και μια επίμονα αισιόδοξη προοπτική παρά την παραίτηση. Η ευτυχία και η παιδικότητα τους έμειναν για πάντα, η καλοσύνη και η απεριόριστη αισιοδοξία για την ύπαρξή τους δεν έσπασε με τη φυλάκιση, τις διώξεις και τα βασανιστήρια. Οι Γκούσταφ και Φριτς Κρούσετ διατηρούσαν στην καθημερινή τους ζωή τη στάση των αποφασισμένων ελεύθερων στοχαστών, αυτή της απόλυτης απόρριψης κάθε δογματισμού, μια ελεύθερη εκπαιδευτική μέθοδο, και μια διακριτική προσωπική σεμνότητα. Δεν ήξεραν να προσποιούνται, ούτε να μανιπουλάρουν, ούτε να ψεύδονται. Ο ιδεαλισμός δεν ήταν καθήκον, αλλά η φύση τους.
Σημειώσεις της μετάφρασης:
1) Ο Έριχ Μίζαμ (6 Απρίλη 1878 – 10 Ιούλη 1934) υπήρξε συγγραφέας, ποιητής και αναρχικός. Από τα φοιτητικά του χρόνια στο Βερολίνο, το 1900, ήρθε κοντά στις σοσιαλιστικές ιδέες. Εκεί γνωρίστηκε με τον Γκούσταφ Λαντάουερ, μια εξέχουσα μορφή του αναρχικού κινήματος της εποχής, μέσα στην ομάδα Νέα Κοινωνία. Ενεπλάκη σε αρκετά έντυπα της εποχής, αλλά είχε εμφανή κλίση στο να αποδίδει τις πολιτικές σκέψεις του μέσω των τεχνών· είτε με τα θεατρικά του (καμπαρέ κ.α), είτε με την ποίηση του. Το 1911 φτιάχνει τη δική του αναρχοκομμουνιστική εφημερίδα, με το όνομα «Κάιν».
Στις αρχές της πρώτης παγκόσμιας ανθρωποσφαγής (καλοκαίρι 1914) βρίσκεται να παρασέρνεται από το τρομερό φιλοπόλεμο κάλεσμα των αστών, σύντομα όμως καταλαβαίνει πως έχει καταπατήσει τα ιδανικά του (αφού και ο αστικός τύπος έχει χρησιμοποιήσει τα λεγόμενά του για να πείσει το προλεταριάτο να πάει να σφαχτεί) και αναφέρει: «Θα φέρω πιθανώς για πάντα την αμαρτία, πως πρόδωσα τα ιδανικά μου». Και επιστρέφει στα βασικά: «Αυτοί που εύκολα συναινούν και λένε “δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε τα πράγματα” ατιμάζουν ντροπιαστικά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όλα τα δώρα της καρδιάς και του εγκεφάλου τους. Διότι παραιτούνται χωρίς αγώνα από κάθε ικανότητά τους να ανατρέψουν τους ανθρωπογενείς θεσμούς και τις κυβερνήσεις και να τα αντικαταστήσουν με καινούρια.» Στο υπόλοιπο του πολέμου παλεύει με κάθε μέσο ενάντια στον πόλεμο και γι’ αυτό φυλακίζεται απ’ το Γενάρη του 1918 έως το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς.
Μετά την αποφυλάκιση του στηρίζει τον συμβουλιακό κομμουνισμό λόγω και έργω. Ο Μύζαμ ανήκε μαζί με τον Όϊγκεν Λεβινέ στους πρωτεργάτες και επικεφαλής της συμβουλιακής δημοκρατίας του Μονάχου (Bayerische Räterepublik), η οποία ανακηρύχτηκε στις 7 Απριλίου του 1919. Μετά από σχεδόν τέσσερις εβδομάδες, στις 2 Μαΐου του 1919, ανατράπηκε αιματηρά από τον στρατό και τα ακροδεξιά εθνικιστικά Freikorps, ο αναρχικός δάσκαλος του Μύζαμ, Γκούσταφ Λάνταουερ, δολοφονήθηκε και ο Λεβινέ καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Μύζαμ καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη αλλά απελευθερώθηκε το 1924 με αμνηστία.
Κατακεραύνωσε το ναζισμό ποικιλοτρόπως και πλήρωσε και γι’ αυτό. Λίγες ώρες μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ ξέσπασε ένα μαζικό κύμα συλλήψεων. Ο ένθερμος αντιναζιστής συγγραφέας δε γινόταν να μείνει απ’ έξω και συνελήφθη στις 28 Φλεβάρη 1933. Θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Εκεί θα υποστεί πολλαπλούς βασανισμούς που θα οδηγήσουν στην δολοφονία του από τα ναζιστικά κατακάθια στις 9 Ιούλη 1934.
https://www.ngnm.vrahokipos.net/index.php/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%AC%CF%81%CE%B8%CF%81%CF%89%CE%BD/index.php?option=com_content&view=article&id=1046:2014-07-19-12-13-47&catid=23&Itemid=177
https://adespotosblog.wordpress.com/2020/01/15/o-erix-mizam-gia-louksebourg-libxnet/
https://en.wikipedia.org/wiki/Erich_M%C3%BChsam
2) Ένοπλες ομάδες των αναρχοσυνδικαλιστών της FAUD για την προστασία από τις επιθέσεις των ναζί.
3) Η μονάδα συγκροτήθηκε τον Ιούνιο του 1940 και αρχικά είχε δύναμη 55 μόνο ανδρών. Σταδιακά η μονάδα ενισχύθηκε με επιπλέον άνδρες από τις φυλακές και τα πειθαρχικά τάγματα, «φονιάδες, βιαστές, ληστές, μαχαιροβγάλτες, σαδιστές» και γενικά ότι χειρότερο έχει να επιδείξει το ανθρώπινο είδος.
Ο Ντιρλεβάνγκερ πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο και εντάχθηκε από τους πρώτους στο ναζιστικό κόμμα το 1923 αν και ήταν αλκοολικός. Το 1934 καταδικάστηκε για βιασμό ανηλίκου. Αργότερα συνελήφθη και πάλι για σεξουαλικό έγκλημα και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εκδιώχθηκε από το κόμμα.
«Η ταξιαρχία των καθαρμάτων των SS… Κατακάθια του ανθρωπίνου είδους»