Εισαγωγή της μεταφραστικής ομάδας Λυσσασμένοι Προλετάριοι: Το παρόν κείμενο είναι κομμάτι από το βιβλίο του Vienet Réné «Λυσσασμένοι και σιτουασιονιστές μέσα στο κίνημα των καταλήψεων», το οποίο δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1968. Το βιβλίο έχει εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Διεθνής Βιβλιοθήκη”, το 1978 (http://www.bookworld.gr/gr/book/bkid/26724), ωστόσο δεν είχε πέσει ποτέ στα χέρια ούτε και την αντίληψή μας. Όταν τελείωσε η μετάφραση ανακαλύψαμε την ύπαρξή του, αλλά παρ’ όλα αυτά θελήσαμε να το δημοσιεύσουμε για πολλούς λόγους. Ένας από τους κύριους λόγους είναι πως δεν υπάρχει το βιβλίο στο διαδίκτυο. Από ΄κει και πέρα, η σημαντικότητα της ανάδειξης ριζοσπαστικών ομάδων και αγώνων αποδεικνύεται σήμερα επιτακτική καθώς σε όλη αυτή τη γενικευμένη φτώχεια (υλική, ηθική, διανοητική και τόσες άλλες πτυχές) η αυτομόρφωση των ανθρώπων είναι ένα από τα λίγα όπλα που έχει απομείνει στη φαρέτρα της ανθρωπότητας για να πορευτεί προς ένα καλύτερο μέλλον.
Σε ένα ρευστό περιβάλλον όπως το σημερινό θα είναι αδιανόητο για τους ανθρώπους που ζουν στον ελλαδικό χώρο να μην έχουν ιδέα για τους αγώνες του χτες, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι καταδικασμένοι να χάσουν σε ενδεχόμενο επαναστατικό ξέσπασμα. Αυτό είναι το σημείο που πρέπει κατά τη γνώμη μας να εστιάσει κάθε επαναστατικό στοιχείο σήμερα, για να έχει προοπτική για αύριο. Και όχι αυτά δεν είναι τσιτάτα «να ΄χαμε να λέγαμε». Είναι μια πραγματικότητα που θα μας στοιχειώνει και θα μας εγκλωβίζει στη σημερινή μας φτώχεια και την ύπαρξη όλων αυτών των καταπιεστικών κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών, που το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εξεγερθούμε και να τις καταστρέψουμε.
Είναι επίσης η Καταστασιακή θεωρία που δεν «σκούριασε» ποτέ. Τα βιβλία των Καταστασιακών παραμένουν επίκαιρα καθώς (αν και με άλλες μορφές) ακόμα και σήμερα το σύστημα που κυριαρχεί επάνω στον πλανήτη σκοτώνει κάθε ανθρώπινη πτυχή της ζωής με τους ίδιους τρόπους που το έκανε και την εποχή της Καταστασιακής Διεθνούς. Το συγκεκριμένο απόσπασμα μας δείχνει (κυρίως) τις ιστορικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή, αλλά και τις διάφορες ιδεολογικές κατευθύνσεις που έπαιρναν οι αγώνες ανά τον κόσμο.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Σίγουρα, ο σιτουασιονισμός δεν είναι το φάντασμα που στοιχειώνει τον βιομηχανικό πολιτισμό, ούτε και ο κομμουνισμός ήταν το φάντασμα που στοίχειωσε την Ευρώπη το 1848.
-Φρανσουά Σατελέ, Nouvel Observatuer, 3 Γενάρη 1968
Η Ιστορία μας προσφέρει λίγα παραδείγματα κοινωνικών κινημάτων με τέτοιο βάθος πάλης όπως αυτό που αναπτύχθηκε στη Γαλλία την άνοιξη του 1968. Πρόσφερε τόσα που πολλοί σχολιαστές είπαν πως ήταν απρόβλεπτα. Ωστόσο αυτή η έκρηξη ήταν η πιο προβλεπόμενη απ’ όλες. Υπήρχε ένα απλό δεδομένο, ότι ποτέ δεν υπήρξε η γνώση και η ιστορική συνείδηση μιας κοινωνίας τόσο μπερδεμένη.
Οι Καταστασιακοί, για παράδειγμα, που είχαν καταγγείλει και παλέψει ενάντια στην «οργάνωση του φαινομενικού» της θεαματικής φάσης της εμπορευματικής κοινωνίας, είχαν από χρόνια προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια την έκρηξη και τις συνέπειές της. Η κριτική θεωρία επεξεργασμένη και δημοσιευμένη απ’ την Καταστασιακή Διεθνή (Situationist International [Κ.Δ]) επιβεβαιώθηκε εύκολα, ως η προϋπόθεση οποιουδήποτε επαναστατικού προγράμματος, στο ότι το προλεταριάτο δεν είχε καταργηθεί˙ ότι ο καπιταλισμός συνέχιζε να αυξάνει την αλλοτρίωσή του˙ και πως αυτός ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο προηγούμενων θέσεων (ύπαρξη προλεταριάτου – αλλοτρίωση) υπήρχε σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη, μαζί με το κοινωνικό ζήτημα που τίθεται για πάνω από έναν αιώνα. Η Κ.Δ εξήγησε το βάθεμα και τη συσσώρευση της αλλοτρίωσης, με την καθυστέρηση της επανάστασης. Η καθυστέρηση αυτή προφανώς απέρρεε από την διεθνοποιημένη ήττα του προλεταριάτου μετά την Ρώσικη αντεπανάσταση και από τη συμπληρωματική επέκταση της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Η Κ.Δ ήξερε πολύ καλά, όπως και πολλοί εργαζόμενοι που δεν ήξεραν πως να το εκφράσουν, ότι η χειραφέτηση των εργατών εξακολουθεί να συγκρούεται παντού με τις γραφειοκρατικές οργανώσεις οι οποίες είναι οι αυτονομημένες εκπροσωπήσεις των εργαζομένων. Η γραφειοκρατία συγκροτήθηκε ως τάξη στην Ρωσία και μεταγενέστερα σε άλλες χώρες, με την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Σε άλλα μέρη, ένα στρώμα προνομιούχων διαχειριστών, συνδικαλιστών και αρχηγών κομμάτων στην υπηρεσία της σύγχρονης αστικής τάξης, της οποίας είχαν γίνει αυλικοί, δούλευαν για την ενσωμάτωση της εργατικής δύναμης σε μία ορθολογική διαχείριση της οικονομίας (στμ. αναφέρεται αναμφίβολα στον Κεϋνσιανισμό). Οι Καταστασιακοί υποστήριξαν πως η μόνιμη παραμόρφωση είναι αναγκαία για τη διάσωση όλων αυτών των γραφειοκρατικών μηχανών, μια παραμόρφωση που κατευθύνονταν πρώτα και κύρια ενάντια σε όλες τις επαναστατικές πράξεις και θεωρίες και ήταν το πασπαρτού κλειδί για τη γενική παραμόρφωση της σύγχρονης κοινωνίας. Είχαν ακόμη αναγνωρίσει και έθεσαν ως στόχο την ενοποίηση των νέων μορφών για την ανατροπή, της οποίας τα πρώτα σημάδια είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά και τα οποία ήταν μπερδεμένα στην αρχή, με στόχο την προοπτική μιας συνολικής κριτικής των ενοποιημένων καταπιεστικών συνθηκών. Έτσι, οι Καταστασιακοί κατέδειξαν μια νέα επαναστατική έφοδο. Για πολλούς ανθρώπους αυτές οι προοπτικές έδειχναν παράδοξες, ακόμα και τρελές. Τώρα τα πράγματα έχουν αποσαφηνιστεί!
Στην παρούσα επιστροφή της επανάστασης, η ίδια η ιστορία είναι ο απροσδόκητος παράγοντας για τους φιλόσοφους του κράτους (που είναι η μόνη φυσιολογική) και τον συρφετό της ψευδο-κριτικής. Είναι πασιφανές πως η ανάλυση φθάνει στην πραγματικότητα μόνο όταν γίνεται κομμάτι ενός αληθινού κινήματος το οποίο καταργεί τις υπάρχουσες συνθήκες. Το απόλυτο κενό, οργανωμένο με αυτό τον τρόπο, κάνει τη ζωή του καθενός τέτοια που δεν μπορεί οποιοσδήποτε να την αποκρυπτογραφήσει. Με αυτή την έννοια εννοείται πως αν είναι κάποιος/α εξοικειωμένος/η με την αλλοτριωμένη ζωή του/της τότε και η άρνηση της ζωής αυτής δεν του/της είναι απαραίτητα γνωστή. Αλλά για την επαναστατική κριτική τίποτα δεν είναι πιο ξεκάθαρο και εμφανές από το ότι οι ταξικοί αγώνες μπαίνουν σε μία νέα εποχή, από το κίνημα των καταλήψεων. (1) Η επαναστατική κριτική θέτει τη δική της θεωρία στα χέρια του κινήματος που πράττει, καταλαβαίνει απ’ αυτό και οδεύει προς τη συνοχή (θεωρίας και πρακτικής) που επιδιώκει.
Οι Σταλινικοί, ιδεολόγοι του γραφειοκρατικού ολοκληρωτισμού της εκμετάλλευσης, περιορίστηκαν στη Γαλλία (και αλλού) σε έναν καθαρά συντηρητικό ρόλο. Για πολύ καιρό ήταν αδύνατον γι’ αυτούς να πάρουν την εξουσία, και η διεθνής αποδιάρθρωση της γραφειοκρατικής μονολιθικότητας (που είναι απαραίτητο σημείο αναφοράς τους), έκλεισε τον δρόμο σ’ αυτούς για πάντα. Την ίδια ώρα, αυτό το σημείο αναφοράς (και η πρακτική που συνεπάγεται) έκανε εξίσου αδύνατη την επιστροφή τους ως ένα καθαρά αστικό ρεφορμιστικό όργανο. Στην Μαοϊκή τους παραλλαγή, η ως αυταπάτη αναπαραγωγή της ανοδικής περιόδου του Σταλινισμού με τη θρησκευτική προσήλωση σε ένα φανταστικό επαναστατικό προσανατολισμό, παπαγάλιζαν τις μεταφράσεις τους στο απόλυτο κενό. Οι τρεις από τις τέσσερις Τροτσκιστικές σέχτες τσακώνονταν οικτρά αναμεταξύ τους για την δόξα της εκκίνησης της επανάστασης του 1917 και πάλι˙ το συντομότερο είχαν καταφέρει την ανασύσταση του κατάλληλου κόμματος. Αυτοί οι «αναστημένοι Μπολσεβίκοι» ήταν τόσο φανατισμένοι με το επαναστατικό παρελθόν και τα χειρότερα λάθη του, που δεν μπορούσαν να κοιτάξουν τις σύγχρονες συνθήκες. Μερικοί εξ’ αυτών ανακάτεψαν αυτό τον ιστορικό εξωτισμό με τον γεωγραφικό εξωτισμό για μια περισσότερο ή λιγότερο Γκεβαρική επανάσταση των υποανάπτυκτων. Εάν κάποιοι απ’ αυτούς αύξησαν τη μαχητικότητά τους κατά καιρούς, αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της αλήθειας των αναλύσεων τους, αλλά απλά η αποσύνθεση των αποκαλούμενων κομμουνιστικών γραφειοκρατιών.
Όπως για τους νεωτεριστές ψευδοδιανοούμενους της κριτικής των λεπτομερειών, αυτά τα απομεινάρια μαχητικότητας που είχαν εδραιωθεί στα λεγόμενα Ανθρωπιστικά Τμήματα και που «σκέφτονταν» για όλα τα εβδομαδιαία περιοδικά, είναι εμφανές πως δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν (πόσο μάλλον να προβλέψουν) τίποτα απολύτως, εκλεκτικά καταπιεσμένοι από σχεδόν κάθε πτυχή των μεταμφιέσεων του παλαιού κόσμου. Διαπίστωσαν οι ίδιοι πως ήταν πολύ συνδεδεμένοι με το αστικό κράτος, με έναν εξαντλημένο Σταλινισμό, με έναν αναζωογονημένο Καστρο-μπολσεβικισμό, με την ψυχο-κοινωνιολογία και ακόμα με τις δικές τους μίζερες ζωές. Σέβονταν τα πάντα. Ψεύδονταν για τα πάντα. Και τους βρίσκουμε σήμερα έτοιμους να μας εξηγήσουν τα πάντα!
Η μεγάλη πλειοψηφία των μαζών, κινητοποιούμενη από την επαναστατική κρίση του Μάη, ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται τι είναι αυτό που ζει και ως εκ τούτου αντιλήφθηκε τι ήταν αυτό που ζούσε προηγουμένως. Και εκείνοι που ήταν σε θέση να αναπτύξουν μία καθαρότερη συνείδηση, αναγνώρισαν τη συνολική επαναστατική θεωρία ως δική τους. Απ’ την άλλη, όλοι οι ειδικοί της ιδεολογίας και οι αποκαλούμενοι υποκινητές και οι ανατρεπτικοί ακτιβιστές δεν προέβλεψαν τίποτα και δεν κατάλαβαν τίποτα. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες θα μπορούσαν να «αφυπνιστούν», αλλά τίποτα; Ξανάρχισαν να παίζουν γαλήνια το συνηθισμένο βιολί τους ανάμεσα στα ερείπια του νεκρού χρόνου κατά τη διάρκεια του οποίου είχαν τη δυνατότητα να σκεφτούν τους εαυτούς τους ως τη μελλοντική ελίτ της επανάστασης. Η μελωδία, τόσο καιρό αναμενόμενη για το βάπτισμά τους, αποδείχθηκε ότι ήταν μόνο οι κωδωνοκρουσίες της κηδείας τους.
Στην πραγματικότητα η επανεμφάνιση της κριτικής θεωρίας και πράξης αποτέλεσε ιστορικά μια αντικειμενική ενότητα. Οι νέες ανάγκες της εποχής δημιούργησαν τη δική της θεωρία και τους θεωρητικούς της. Ο διάλογος ο οποίος ξεκίνησε σε αυτή την κατεύθυνση (εντούτοις περιορισμένος και αποξενωμένος από τις διαχωρισμένες συνθήκες) μετακινήθηκε προς τη δική του συνειδητή υποκειμενική οργάνωση. Και από την ίδια κίνηση, κάθε μία από τις κριτικές ξεκίνησε να διερευνά όλες τις πτυχές και τάσεις της. Όλες μαζί ξέσπασαν αρχικά ως ένας αγώνας ενάντια στις νέες πτυχές εκμετάλλευσης εντός της ταξικής κοινωνίας. Από τη μία οι άγριες απεργίες της Δύσης και οι εξεγέρσεις της εργατικής τάξης της Ανατολής εγκαινίασαν στην πράξη τον αγώνα ενάντια στις διάφορες γραφειοκρατίες.
Από την άλλη, η παρούσα επαναστατική θεωρία ξεκίνησε μία κριτική των εγγενών συνθηκών διαβίωσης στον υπερανεπτυγμένο καπιταλισμό: η ψευδό-αφθονία των προϊόντων και η συρρίκνωση της ζωής μέσα στο θέαμα, μια καταπιεστική πολεοδομία και ιδεολογία˙ πάντα στην υπηρεσία των ειδικών της κυριαρχίας. Όταν η Καταστασιακή Διεθνής διατύπωσε μία συνεκτική θεωρία για την υπάρχουσα πραγματικότητα, απέδειξε ακόμα την άρνηση αυτής της πραγματικότητας στην συνδυασμένη επίτευξη τέχνης και φιλοσοφίας για την απελευθέρωση της καθημερινής ζωής. (2) Επομένως, η θεωρία ήταν ριζικά καινούργια και ταυτόχρονα χρησιμοποίησε όλη την παλιά αλήθεια του προσωρινά καταπιεσμένου προλεταριακού κινήματος. Το νέο πρόγραμμα ανακάλυψε ένα υψηλότερο επίπεδο που αφορούσε το σχέδιο της κατάργησης της ταξικής κοινωνίας, με την προσχώρηση τελικά στη συνειδητή ιστορία και την ελεύθερη κατασκευή της ζωής, καθώς και την εκ νέου ανακάλυψη της συγκρότησης εργατικών συμβουλίων ως εργαλεία του προλεταριακού κινήματος.
Η νέα επαναστατική ανάπτυξη στις βιομηχανικές χώρες (η οποία είναι στο κέντρο όλης της νέας ιστορίας) μπορεί να χρονολογηθεί από την εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο το 1953, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην απάτη της γραφειοκρατίας με την απαίτηση μιας «κυβέρνησης μεταλλωρύχων». Η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 ξεκίνησε με την συνειδητοποίηση της δύναμης των συμβουλίων, παρ’ όλο που η χώρα δεν ήταν αρκετά βιομηχανοποιημένη και στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν μια εθνική εξέγερση ενάντια στην εξαθλίωση, έναν ξένο καταπιεστή, και την γενικευμένη τρομοκρατία.
Η αρχή της φοιτητικής ταραχής στο Μπέρκλεϋ, το φθινόπωρο του 1964, αμφισβητούσε την οργάνωση της ζωής στην πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστικά χώρα, ξεκινώντας από την φύση της εκπαίδευσης, και τελικά σήμανε την εξέγερση η οποία από τότε επεκτάθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.(3) Παρ’ όλα αυτά, αυτή η εξέγερση, προχωρώντας σε ορισμένα από τα κύρια ζητήματά της, παρέμεινε μερική στο βαθμό που περιοριζόταν στη «φοιτητική σκηνή» (ήταν το αντικείμενο του ραγδαίου μετασχηματισμού που σχετίζονταν με τις ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού), στο βαθμό που η πρόσφατη πολιτική συνείδηση παρέμενε αρκετά κατακερματισμένη και λύγιζε στις διάφορες νεο-Λενινιστικές ψευδαισθήσεις, συχνά περιλαμβάνοντας έναν ανόητο σεβασμό στη Μαοϊκή κωμωδία της «πολιτιστικής επανάστασης». Το ερώτημα των μαύρων, ο πόλεμος του Βιετνάμ και η Κούβα, κατείχαν μια δυσανάλογη και μυστηριώδη θέση στον αγώνα των Αμερικανών σπουδαστών, που παρόλα αυτά ήταν αληθινός. Αυτός ο «αντι-ιμπεριαλισμός», που περιορίστηκε σε μια απλή στοχαστική επιδοκιμασία, κυριαρχούσε σχεδόν πάντα στα φοιτητικά κινήματα της Ευρώπης. Από το καλοκαίρι του 1967 το φοιτητικό κίνημα του Δυτικού Βερολίνου είχε πάρει μία βίαιη στροφή – γίνονταν διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία ως απάντηση στην απόπειρα ανθρωποκτονίας του Ντούτσκε[i]. Οι Ιταλοί προχώρησαν περισσότερο μετά το Δεκέμβρη του 1967, ειδικά στο Τορίνο, κάνοντας κατάληψη σε εργοστάσια και υποχρεώνοντας στο κλείσιμο των μεγαλύτερων πανεπιστημίων της χώρας στην αρχή του 1968.
Η υπάρχουσα κρίση της γραφειοκρατικής εξουσίας στην Τσεχοσλοβακία, τη μόνη ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα που έχει κατακτηθεί από τον Σταλινισμό, είναι ουσιαστικά ένα ζήτημα στην προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να διορθώσει με δική της πρωτοβουλία την λειτουργία της καταρρέουσας οικονομίας. Ήταν η πίεση των ταραχών από φοιτητές και διανοούμενους στο τέλος του 1967, που ανάγκασε τους γραφειοκράτες να αποφασίσουν να ρισκάρουν. Οι απεργίες των εργατών και τα πρώτα μουρμουρητά που απαιτούσαν τον άμεσο έλεγχο των εργοστασίων, έθεσαν εφεξής ως πρωταρχικό κίνδυνο για μια γραφειοκρατική εξουσία το να το παίξει φιλελεύθερη.
Η γραφειοκρατική κατοχή της κοινωνίας είναι αδιαχώριστη από την ολοκληρωτική κατοχή του Κράτους και την απόλυτη κυριαρχία της ιδεολογίας του. Η απουσία λογοκρισίας, η εγγύηση της ελεύθερης έκφρασης και το δικαίωμα της συνεργασίας, έθεσαν στο βραχυπρόθεσμο μέλλον τις ακόλουθες εναλλακτικές για την Τσεχοσλοβακία: είτε μια καταπίεση που θα αποκάλυπτε την απάτη αυτών των παραχωρήσεων, είτε μια προλεταριακή αντεπίθεση ενάντια στην γραφειοκρατική κατοχή Κράτους και οικονομίας, η οποία θα μπορούσε να εκδηλωθεί μόλις η κυρίαρχη ιδεολογία στερηθεί για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα την πανταχού παρούσα αστυνομία της. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαμάχης θα γίνει το κύριο ζήτημα της Ρώσικης γραφειοκρατίας, της οποίας η επιβίωση θα διέτρεχε κίνδυνο από τη νίκη των Τσέχων εργατών. (4)
Το Μάρτη, το σημαντικό κίνημα των Πολωνών φοιτητών κλόνισε επίσης το καθεστώς του Γκομούλκα˙ ήταν το αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης γραφειοκρατικής μεταρρύθμισης μετά την κρίση του 1956 και τη συντριβή των Ούγγρων εργατών. Η κερδισμένη συγχώρεση εκείνης της προγενέστερης περιόδου πλησιάζει στο τέλος της, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι εργάτες δεν ενώθηκαν με τους φοιτητές, οι οποίοι συντρίφτηκαν μέσα στην απομόνωση. Μόνο οι pseudoworkers [ii] (κόμμα ακτιβιστών) και η εθνοφρουρά παρενέβησαν την στιγμή της κρίσης.
Στη Γαλλία ένα καθοριστικό όριο ξεπεράστηκε, στο οποίο το κίνημα ξαναβρήκε τους βαθύτερους στόχους του. Οι εργάτες μιας σύγχρονης καπιταλιστικής χώρας επέστρεψαν μαζικά στο ριζοσπαστικό αγώνα. Τα πάντα τίθενται και πάλι υπό αμφισβήτηση. Τα ψέματα μιας εποχής καταρρέουν. Τίποτα δε μπορεί να παραμείνει όπως ήταν πριν. Η Ευρώπη μπορεί μόνο να πετάξει από χαρά και να φωνάξει: «Καλό σκάψιμο, γέρε τυφλοπόντικα».
Το σκάνδαλο των Καταστασιακών στο Στρασβούργο το Δεκέμβρη του 1966 ήταν το καμπανάκι του θανάτου για το φοιτητικό συνδικαλισμό στη Γαλλία. Το τοπικό γραφείο της UNEF(Εθνική Ένωση Σπουδαστών Γαλλίας) κηρύχτηκε ξαφνικά υπέρ των θέσεων της Κ.Δ., δημοσιεύοντας τη μπροσούρα του Μουσταφά Καγιάτι: «Για την αθλιότητα των φοιτητικών κύκλων»[iii]… Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε, οι επακόλουθες δίκες και η αδιάλλακτη συνοχή της ανάλυσης τους, συνέβαλαν όλα στη μεγάλη επιτυχία αυτής της διακωμώδησης του υπάρχοντος. Μπορούμε πλέον να μιλήσουμε για την πρώτη επιτυχημένη απόπειρα επικοινωνίας της επαναστατικής θεωρίας με τα ρεύματα στα οποία στηρίζεται. Το κοινό αυτού του κειμένου επεκτάθηκε, καθώς μεταφράστηκε σε 10 γλώσσες περίπου, ιδίως στην Αμερική και την Ιταλία. Το άμεσο πρακτικό αντίκτυπο στη Γαλλία δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητό και αυτό επειδή η χώρα δεν είχε εμπλακεί ακόμα στους αγώνες που βρισκόντουσαν ήδη σε εξέλιξη σε άλλα μέρη του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, τα επιχειρήματα δεν ήταν εντελώς ξένα στην περιφρόνηση, την οποία θα εξέφραζε αργότερα μία φατρία Γάλλων «φοιτητών», με μεγαλύτερη ακρίβεια από οποιαδήποτε άλλη χώρα, για το σύνολο του φοιτητικού περιβάλλοντος, τους κανόνες και τα γνωρίσματά τους. Ο πλούτος της επαναστατικής κατάστασης στη Γαλλία, που ήταν για το Σταλινισμό το μεγαλύτερο πλήγμα που υπέστη ποτέ στη Δύση, εκφράστηκε με την αυθόρμητη ανάληψη από τους εργαζόμενους (με το δίκιο τους) ενός μεγάλου μέρους ενός κινήματος που ασκούσε ρητά κριτική στην ιεραρχία, τα εμπορεύματα, την ιδεολογία, την επιβίωση και το θέαμα.
Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι οι θέσεις ή οι φράσεις των 2 βιβλίων [iv] της Καταστασιακής θεωρίας που εμφανίστηκαν τις τελευταίες εβδομάδες του 1967 γράφτηκαν στους τοίχους του Παρισιού και αρκετών επαρχιακών πόλεων από τα πιο προηγμένα στοιχεία της εξέγερσης του Μαΐου. Το μεγαλύτερο μέρος των θέσεων αυτών κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος αυτών των τοίχων. Όπως ήταν αναμενόμενο η Καταστασιακή θεωρία έχει γίνει μια πρακτική δύναμη που τραβάει τις μάζες.
Σημειώσεις του πρωτότυπου:
1) Ο Φιλίπ Λαμπρό περιγράφει την γαλλική ατμόσφαιρα πρίν την κρίση, στο βιβλίο του «N’est Qu’un Debut (EPP Denoel)», επιχειρώντας να παρατηρήσει πως οι Καταστασιακοί νόμιζαν πως μιλούσαν στο κενό(vacuum). Μια πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας. Σίγουρα ήταν ο Λαμπρό (μαζί με πολλούς άλλους) που νόμιζε πως οι Καταστασιακοί μιλούσαν σε ένα κενό.
2) Ο όρος «σιτουασιονισμός» (situationism) δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από την ΚΔ, ο οποίος είναι ριζικά αντίθετος με οποιαδήποτε εγκαθίδριση μιας ιδεολογίας, παρά την διασπορά τέτοιων δηλώσεων από τον τύπο, που συγκεντρώθηκαν μέσω των πιο ευφάνταστων ορισμών: «πρωτοπορία του φοιτητικού κινήματος» (Ιούνης του 1968), «τεχνική πνευματικής τρομοκρατίας» (Κυριακάτικη Εφημερίδα, 19 Μάη 1968) και πάει λέγοντας. Παρά την προφανή ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης της Κ.Δ η οποία αποτυπώθηκε με τη μέθοδο των Μάρξ και Χέγκελ, ο τύπος επέμενε να συσχετίζει τους Καταστασιακούς με τον αναρχισμό. Ο ορισμός από την Carrefour, στις 8 Μάη 1968: «πιο αναρχικοί από τους αναρχικούς, που τους βρίσκουν πολύ γραφειοκράτες»˙ τέτοιου είδους μοντέλα χρησιμοποιήθηκαν.
3) Είναι ωστόσο αναγκαίο να σημειώσουμε τη συνέχεια που είχε η μάχη των δρόμων με τους ριζοσπάστες Ιάπωνες φοιτητές της Zengakuren από το 1960. Το παράδειγμά τους εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία. Η πολιτική θέση της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Ένωσης (τοποθετημένη στην αριστερά του Τροτσκισμού) και η ταυτόχρονη αντίθεση στον ιμπεριαλισμό και τη γραφειοκρατία, ήταν λιγότερο γνωστή από την τεχνική τους στη «μάχη του δρόμου».
4) Τρεις βδομάδες μετά την παράδοση του βιβλίου στον εκδότη, η επέμβαση του ρωσσικού στρατού στην Τσεχοσλοβακία στις 21 Αυγούστου, απέδειξε εμφατικά πως η γραφειοκρατία πρέπει να καταστείλει το κίνημα με οποιοδήποτε κόστος. Όλοι οι δυτικοί “συνοδοιπόροι” της γραφειοκρατίας (που εμφανίζονται σαν να είναι έκπληκτοι και λυπημένοι) είναι φυσικά λιγότερο ξεκάθαροι από τους αφέντες τους σε ότι αφορά την ζωτική επιβίωση αυτών των αφεντάδων.
Σημειώσεις της μετάφρασης:
i) Στην αρχή ήταν η δολοφονία του Μπένο Όνεζοργκ. Μια διαδήλωση κατά της επίσκεψης του Σάχη της Περσίας στη Δυτική Γερμανία, εν έτει 1967, χτυπιέται άγρια από την αστυνομία. Ο δολοφόνος αστυνομικός αθωώνεται από το δικαστήριο. Ένα χρόνο μετά ήταν η δολοφονική απόπειρα κατά του Ρούντι Ντούτσκε, ηγετικής μορφής της γερμανικής “ακροαριστεράς”. Ο Ντούτσκε τη γλυτώνει με σοβαρά προβλήματα και ακολουθούν μεγάλες διαδηλώσεις. Ακολούθησε κύμα καταστολής με μαζικές συλλήψεις και καταδίκες χιλιάδων αγωνιστών. Ακολουθεί απόσπασμα από προκήρυξη της RAF(Φράξια Κόκκινος Στρατός), για να αντιληφθεί κάποιος τις ιστορικές συνθήκες της εποχής:
«Οι σφαίρες που ρίχτηκαν στον Ρούντι έβαλαν τέλος στο όνειρο της μη βίας. Όποιος δεν οπλίζεται πεθαίνει. Όποιος δεν πεθαίνει, είναι θαμμένος ζωντανός: στις φυλακές, στα αναμορφωτήρια, στις τρύπες (τις πόλεις-δορυφόρους), στις απαίσιες πέτρες των μοντέρνων κτιρίων, στους παιδικούς κήπους και τα σχολεία, στις πλήρως εξοπλισμένες μοντέρνες κουζίνες, στις κρεβατοκάμαρες-παλάτια».
ii) Στα ελληνικά λέγονται «ψευδο-εργάτες».
iii) Η αλήθεια είναι πως δεν κυκλοφόρησε με το όνομα του Μουσταφά Καγιατί, αλλά σαν μπροσούρα της Κ.Δ. Το βιβλίο που συντάραξε την κανονικότητα των Γάλλων φοιτητών μπορείτε να το δείτε εδώ: http://tinyurl.com/ckcstwl
iv) Αναφέρεται στα βιβλία: «Η κοινωνία του θεάματος» του Γκυ Ντεμπόρ, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, και «Η επανάσταση της καθημερινής ζωής» του Ραούλ Βανεγκέμ, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άκμων.
πηγή: http://libcom.org/library/enrag%C3%A9s-situationists-occupations-movement