“Αυστηρή πειθαρχία σε συνδυασμό με κοινωνική ισότητα”: Ο Όργουελ στην ηγεσία των ισπανικών πολιτοφυλακών
του Kristian Williams*
Στο δοκίμιο του, “Looking Back on the Spanish War”, ο Τζωρτζ Όργουελ αναφέρει ένα σύντομο, αλλά φωτεινό ανέκδοτο για τη ζωή σ’ έναν επαναστατικό στρατό: «Ήμουν “campo”, ή δεκανέας κι έδινα εντολές σε δώδεκα άνδρες», ξεκινάει.
Μια μέρα ένας άντρας ξαφνικά αρνήθηκε να πάει σε μια συγκεκριμένη θέση, η οποία είπε αρκετά ειλικρινά ότι ήταν εκτεθειμένη σε εχθρικά πυρά… Τον τράβηξα και άρχισα να τον σέρνω προς τη θέση του… Αμέσως περικυκλώθηκα από άντρες που φώναζαν: «Φασίστα! Φασίστα! Άφησε τον να φύγει! Αυτός δεν είναι μπουρζουάδικος στρατός. Φασίστα!» κ.τ.λ. κ.τ.λ.
Αλλού ολοκληρώνει την ιστορία:
Μετά από αυτό, για μερικές εβδομάδες ή μήνες… αυτό το είδος επιχειρήματος εμφανίστηκε ξανά και ξανά, δηλαδή ανυπακοή, επιχειρήματα ως προς το τι ήταν δικαιολογημένο και τι «επαναστατικό», αλλά γενικά υπήρχε μια συναίνεση στην άποψη ότι πρέπει να υπάρχει αυστηρή πειθαρχία σε συνδυασμό με κοινωνική ισότητα.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Η κατάσταση ήταν χαρακτηριστική του συστήματος των πολιτοφυλακών στην Ισπανία, τουλάχιστον από αυτό που είδε ο Όργουελ, και ήταν μια ιδιαιτερότητα στον πόλεμο που αυτός συμμετείχε.
Η Ισπανία εξέλεξε μια αριστερή κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου το 1936 και μέσα σε λίγους μήνες ο στρατός ξεκίνησε πραξικόπημα υπό την ηγεσία του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Έπρεπε λοιπόν τα αριστερά πολιτικά κόμματα και τα εργατικά συνδικάτα να οργανώσουν πολιτοφυλακές και να αντισταθούν στη φασιστική επίθεση. Ταυτόχρονα, με την εκλεγμένη κυβέρνηση να απουσιάζει, οι εργάτες ανέλαβαν τον έλεγχο της βιομηχανίας, οι αγρότες κολεκτιβοποίησαν τη γη και σε μερικά μέρη καταργήθηκαν και τα ίδια τα χρήματα. Ο Όργουελ αργότερα θυμόταν:
Παρουσιάστηκε μια επανάσταση ιδεών που ίσως ήταν πιο σημαντική από τις βραχυχρόνιες οικονομικές αλλαγές. Για μερικούς μήνες μεγάλα τμήματα ανθρώπων πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και σε θέση να ενεργήσουν βάσει των πιστεύω τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα αίσθημα απελευθέρωσης και ελπίδας που είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς μέσα στην ατμόσφαιρα που έχει μολυνθεί από το χρήμα (…) Αυτό δείχνει με τι μοιάζουν τα ανθρώπινα όντα όταν προσπαθούν να συμπεριφέρονται ως ανθρώπινα όντα και όχι ως γρανάζια στην καπιταλιστική μηχανή.
Ο Όργουελ ταξίδεψε στην Ισπανία ως δημοσιογράφος, αλλά «προσχώρησα στην πολιτοφυλακή σχεδόν αμέσως, γιατί εκείνη την εποχή και σε εκείνη την ατμόσφαιρα φαινόταν ότι ήταν το μόνο πράγμα που είχε νόημα». Ο ίδιος εξομολογήθηκε: «Υπήρχαν πολλά» σχετικά με την επανάσταση «που δεν κατάλαβα και ως ένα βαθμό δεν μου άρεσαν καν· ωστόσο την αναγνώρισα αμέσως ως μια κατάσταση πραγμάτων για την οποία άξιζε να αγωνιστώ.»
Λόγω της συνεργασίας του με το [Αγγλικό] Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα, κατέληξε να μπει στην πολιτοφυλακή μιας τροτσκιστικής οργάνωσης, του Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενότητας ή POUM [Partido Obrero de Unificación Marxista]. Με αυτούς πέρασε μερικούς μήνες στο μέτωπο της Αραγωνίας μέχρι να τραυματιστεί από πυρά ελεύθερου σκοπευτή. Τελικά, καθώς το Κομμουνιστικό Κόμμα απέκτησε τον έλεγχο στο Δημοκρατικό έδαφος, άλλες ομάδες – συμπεριλαμβανομένου του POUM – καταστάλθηκαν και ο Όργουελ έπρεπε να φύγει. Στη συνέχεια, το 1939, η Δημοκρατία έπεσε και ο Φράνκο διακήρυξε τη νίκη του. Η Ισπανία είχε δικτατορία για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.
«ΕΝΑΣ ΑΝΕΚΠΑΙΔΕΥΤΟΣ ΟΧΛΟΣ»
Τόσο οι επαναστατικοί στόχοι του πολέμου, όσο και η βιασύνη με την οποία οι πιστές στο καθεστώς δυνάμεις συγκεντρώθηκαν, ήταν εμφανείς στο σύστημα των πολιτοφυλακών. Αρχικά, οι πολιτοφυλακές αποτελούνταν εξολοκλήρου από εθελοντές, με ελάχιστη γνώση στα πυροβόλα όπλα και χωρίς εμπειρία στη μάχη. Τη μεραρχία στην οποία ήταν ο Όργουελ, για παράδειγμα, την περιέγραψε ως «ένα μη εκπαιδευμένο όχλο αποτελούμενο κυρίως από αγόρια στην εφηβεία τους». Και οι διοικητές τους ήταν λίγο περισσότερο σκληραγωγημένοι: «Οι άνδρες, οι οποίοι στην ιδιωτική τους ζωή ήταν εργάτες εργοστασίων ή δικηγόροι ή καλλιεργητές πορτοκαλιών, βρέθηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες να είναι αξιωματικοί διοικώντας μεγάλα σώματα αντρών». Σχεδόν όλοι στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών αναγκάστηκαν «να μάθουν την τέχνη του πολέμου ουσιαστικά στην πράξη».
«Πώς στο καλό θα μπορούσε να κερδηθεί ο πόλεμος από έναν τέτοιο στρατό;» αναρωτιόταν.
Η ίδια η οργάνωση των πολιτοφυλακών φάνηκε να ενθαρρύνει την απειθαρχία: «Υπήρχαν αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, αλλά δεν υπήρχε στρατιωτική τάξη με τη συνήθη έννοια· δεν υπήρχαν τίτλοι, ούτε διακριτικά, ούτε στρατιωτικό βάδην και παρουσιάσεις.» Και γενικά «ένας άνθρωπος θα μπορούσε να επιλέξει σε ποια μονάδα θα έπρεπε να ανήκει…[,] θα μπορούσε επίσης να αλλάξει λάβαρο αν ήθελε [,] και θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να φύγει από τις ένοπλες δυνάμεις.»
Όπως όμως παραδέχεται ο Όργουελ «λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις ήταν καλύτεροι στρατιώτες από ό, τι κανείς θα περίμενε (…) είναι ένα αφιέρωμα στη δύναμη της “επαναστατικής” πειθαρχίας ότι οι πολιτοφυλακές παρέμειναν στο πεδίο. Μέχρι τον Ιούνιο του 1937 δεν υπήρχε τίποτα να τους κρατήσει εκεί, εκτός από την αφοσίωση στην τάξη… Ένας στρατός κληρωτών υπό τις ίδιες συνθήκες – χωρίς το αστυνομευτικό του σώμα – θα έχει διαλυθεί.» (1)
Όποια και αν είναι τα μειονεκτήματά τους, αυτός ο όχλος – με τις κακοσχηματισμένες στολές, τα αρχαία τουφέκια και την άρνησή τους να χαιρετήσουν – κράτησε τη γραμμή ενάντια στη φασιστική προέλαση, ενώ ένας συμβατικός στρατός συγκεντρώνονταν και εκπαιδεύονταν στα μετόπισθεν. Αν δεν ήταν οι εθελοντές των πολιτοφυλακών ο Φράνκο θα είχε πορευθεί σε ολόκληρη την Ισπανία, πρακτικά χωρίς αντίσταση και η Δημοκρατία θα είχε πέσει σχεδόν χωρίς μάχη.
ΛΑΪΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ Ή ΕΝΟΠΛΟΣ ΛΑΟΣ;
Μετά από περίπου ένα χρόνο, οι εθελοντικές πολιτοφυλακές είτε καταστάλθηκαν είτε απορροφήθηκαν από τον, ελεγχόμενο απ’ τους κομμουνιστές, Λαϊκό Στρατό, «ο οποίος σχηματοποιήθηκε ως ένας συνηθισμένος μπουρζουάδικος στρατός, με προνομιούχα κάστα αξιωματικών, τεράστιες διαφορές στις αμοιβές κ.λ.π.» Αυτή η συγκεντροποίηση δικαιολογούνταν τότε ως ζήτημα στρατιωτικής ανάγκης, αλλά τελικά αποδείχθηκε πως ήταν ένα είδος αντεπανάστασης. Περιγράφει ο Όργουελ:
ο αναμφισβήτητος σκοπός της αλλαγής ήταν να δημιουργήσει ένα πλήγμα στην ισότητα. Σε κάθε τομέα ακολουθήθηκε η ίδια πολιτική, με αποτέλεσμα μόνο ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα του πολέμου και της επανάστασης να υπάρχει αυτό που είναι στην πραγματικότητα ένα συνηθισμένο αστικό Κράτος, με, επιπλέον, μια βασιλεία τρόμου για να διαφυλαχθεί το status quo.
Αν και δεν είμαι βέβαιος πως η διαδικασία κατασκευής του Στρατού είναι εγγενώς αντεπαναστατική, υπάρχει μια καλή υπόθεση που πρέπει να γίνει. Τουλάχιστον, φαίνεται να είναι η λογική συνέπεια της θέσης προτεραιότητας στις στρατιωτικές πτυχές της σύγκρουσης και όχι στην πολιτική διάσταση. Η θεωρία ήταν ότι ο πόλεμος έπρεπε να κερδηθεί πριν μπορέσει να προχωρήσει η επανάσταση, αλλά στην περίπτωση αυτή, η στρατιωτικοποίηση εξασφάλισε μόνο ότι η επανάσταση τελείωσε πριν τον πόλεμο. Ενώ οι ανειδίκευτοι και ανεπαρκώς εξοπλισμένοι εργάτες είχαν πολεμήσει τους φασίστες φέρνοντάς τους σε τέλμα, ενώ ταυτόχρονα αναδιοργάνωναν την κοινωνία, ο νέος Στρατός με την επίσημη πειθαρχία και τα Σοβιετικά όπλα εγκατέλειψε την επανάσταση και έχασε αποφασιστικά τον πόλεμο.
Ο Όργουελ ήταν αργότερα πεπεισμένος ότι ο μόνος τρόπος για να κερδίσουν θα ήταν να αφήσουν την επανάσταση να προχωρήσει (2). Έβλεπε ότι οι εργάτες είχαν πολεμήσει, συχνά με τις πιθανότητες να είναι εναντίον τους, επειδή είχαν δει να κερδίζουν πράγματα και αισθάνονταν ενστικτωδώς ότι η υπεράσπιση αυτή άξιζε τον κόπο (3). «Γιατί οι ισπανικές πολιτοφυλακές, όσο κράτησαν, ήταν ένα είδος μικρόκοσμου μιας αταξικής κοινωνίας». Όπως εξήγησε στο Πεθαίνοντας στην Καταλονία: «Το βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος [πολιτοφυλακών] ήταν η κοινωνική ισότητα μεταξύ αξιωματικών και οπλιτών. Όλοι, από τους στρατηγούς ως τους στρατιώτες, έπαιρναν τον ίδιο μισθό, έτρωγαν το ίδιο συσσίτιο, φορούσαν τα ίδια ρούχα και συναναστρέφονταν μεταξύ τους σε συνθήκες πλήρους ισότητας.»
Ενσωματώνοντας τις ιδέες της επανάστασης, κάνοντας τους στόχους της κάτι περισσότερο από κοινότυπα συνθήματα ή απομακρυσμένους στόχους, το σύστημα των πολιτοφυλακών έθεσε ολόκληρη τη σχέση της ιεραρχίας και τη διαδικασία της πειθαρχίας σε μια εντελώς νέα βάση:
Σ’ έναν εργατικό στρατό η πειθαρχία είναι θεωρητικά εθελοντική. Βασίζεται στην αφοσίωση των εργατών στην τάξη τους, ενώ η πειθαρχία ενός μπουρζουάδικου στρατού υποχρεωτικής στράτευσης, βασίζεται σε τελευταία ανάλυση στο φόβο… Όταν ένας στρατιώτης αρνούνταν να εκτελέσει μια διαταγή, δεν τιμωρούνταν αμέσως· πρώτα του έκανες μια έκκληση στο όνομα της συντροφικότητας.
Αυτή η διευθέτηση μπορεί να ακούγεται ιδεαλιστική, αλλά ο Όργουελ επιχειρηματολογεί: «Στην πράξη, ο δημοκρατικός “επαναστατικός” τύπος πειθαρχίας είναι πιο αξιόπιστος από όσο θα περίμενε κανείς. (…) Η πειθαρχία ακόμη και των χειρότερων στρατολογημένων της πολιτοφυλακής βελτιώθηκε αισθητά με την πάροδο του χρόνου». Η προσωπική του εμπειρία στη διοίκηση του έδωσε την ευκαιρία να γίνει μάρτυρας αυτής της αλλαγής:
Τον Ιανουάριο σχεδόν άσπρισαν τα μαλλιά μου στην προσπάθεια να συμμαζεύω μια ντουζίνα νεοσύλλεκτους. Το Μάιο για λίγο διάστημα εκτελούσα χρέη υπολοχαγού, με τριάντα περίπου άνδρες στις διαταγές μου, Άγγλους και Ισπανούς. Βρισκόμασταν μήνες κάτω από εχθρικά πυρά και δεν συνάντησα την παραμικρή δυσκολία στο να επιβάλλω την εκτέλεση μιας διαταγής ή στο να βρω εθελοντές για επικίνδυνες αποστολές.
Αυτή η «σταδιακή βελτίωση της πειθαρχίας προκλήθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη “διάδοση της επαναστατικής συνείδησης”». Αλλά σ’ αυτή τη συνείδηση το θέμα δεν ήταν τα μαρξιστικά συνθήματα ή η αδιαμφισβήτητη προσήλωση στην επικράτηση του δόγματος (4). Αντ’ αυτού αναπτύχθηκε μέσα από «ατελείωτα επιχειρήματα και εξηγήσεις για το γιατί το ένα ή το άλλο ήταν απαραίτητο». Η επαναστατική πειθαρχία, με άλλα λόγια, βασίστηκε σε αρχές ακριβώς αντίθετες από εκείνες της κανονικής στρατιωτικής πειθαρχίας.
Επειδή οι αγωνιστές κατάλαβαν τι διακυβεύεται και επειδή μπορούσαν να δουν τα ιδεώδη για τα οποία αγωνίζονταν να γίνονται κατανοητά, τόσο στην ευρύτερη κοινωνία όσο και στην ίδια την πολιτοφυλακή, ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν την πειθαρχία και να ακολουθήσουν εντολές. Θα μπορούσαν να υποστούν δυσκολίες και να εκτίθενται σε κίνδυνο εν μέρει επειδή ο στόχος άξιζε, αλλά εξίσου, επειδή μπορούσαν να δουν ότι οι κίνδυνοι και οι θυσίες μοιράστηκαν, αν όχι εντελώς ισότιμα, τουλάχιστον μεταξύ ίσων. Ο Όργουελ αργότερα θα συλλογιζόταν:
Σχεδόν σίγουρα ο κύριος λόγος για τον οποίο η Ισπανική Δημοκρατία μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα για δυόμισι χρόνια με τις πιθανότητες εναντίον της ήταν ότι δεν υπήρχαν μεγάλες αντιθέσεις ως προς τον πλούτο. Οι άνθρωποι υπέφεραν τρομερά, αλλά όλοι υπέφεραν το ίδιο. Όταν ο στρατιώτης δεν είχε τσιγάρο, ο στρατηγός δεν είχε επίσης.
ΤΡΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ
Πρέπει κανείς να είναι πάντα προσεκτικός όταν αντλεί διδάγματα από έκτακτες περιστάσεις. Και είναι σημαντικό να μην ρομαντικοποιούμε τα γεγονότα του επαναστατικού πολέμου:
Η εγγενής φρίκη στη στρατιωτική ζωή… επηρεάζεται ελάχιστα από τη φύση του πολέμου στον οποίο τυγχάνει να αγωνίζεσαι… Σφαίρες πληγώνουν, πτώματα βυθίζονται, στρατιώτες κάτω από τα πυρά συχνά φοβούνται τόσο πολύ που λερώνουν τα παντελόνια τους… Μια ψείρα είναι μια ψείρα και μια βόμβα είναι μια βόμβα, παρόλο που η αιτία για την οποία αγωνίζεσαι τυχαίνει να είναι δίκαιη.
Ωστόσο, η άποψη του Όργουελ για τις ισπανικές πολιτοφυλακές φαίνεται να παρουσιάζει αρκετές θετικές εκτιμήσεις που θα είναι σημαντικές για κάθε οργάνωση που προσπαθεί να επιτύχει τόσο την εσωτερική δημοκρατία όσο και την επαναστατική πειθαρχία.
Πρώτον, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αυτά που αρχικά μπορεί να φαίνονται ως οργανωτικές αδυναμίες του συστήματος των πολιτοφυλακών – η αμφισβήτηση της εξουσίας, η άρνηση της αυτόματης υπακοής, «το γεγονός ότι συχνά έπρεπε να λογομαχούμε επί πέντε λεπτά προτού εκτελεστεί μια διαταγή» – αποδείχθηκε στην πραγματικότητα ότι ήταν μία από τις πραγματικές υπεροχές του. Γιατί αυτές ήταν βαθιές εκφράσεις των αξιών για τις οποίες οι στρατιώτες πολεμούσαν. Ήταν τα χαρακτηριστικά που διέκριναν τον στρατό τους από εκείνον του εχθρού. Και αυτά ήταν ακριβώς τα μέσα με τα οποία η πίστη δυνάμωνε και εξασφαλιζόταν η πειθαρχία.
Δεύτερον, η κίνηση προς τη στρατιωτική πειθαρχία και την κεντρική εξουσία δεν ήταν ένα προσωρινό μέσο που επιβλήθηκε λόγω του πολέμου. Σηματοδοτούσε, αντ’ αυτού, την πολιτική ήττα της επανάστασης και ίσως επιτάχυνε και τη στρατιωτική ήττα. Διαχωρίζοντας τους στόχους του πολέμου από τους στόχους της επανάστασης, η Κομμουνιστική κυβέρνηση κατέστρεψε σημαντικά το δημόσιο φρόνημα, υπέσκαψε τη βάση της διεθνούς αλληλεγγύης της εργατικής τάξης, δίχασε τις δυνάμεις της αριστεράς στρέφοντας τη μία ενάντια στον άλλη και εξάλειψε κάθε πιθανότητα εξέγερσης πίσω από τις γραμμές του Φράνκο. «Έκαναν δυνατή την ύπαρξη ενός στρατού κληρωτών, αλλά εκτός αυτού την έκαναν αναγκαία». Το γεγονός αυτό υποδηλώνει, τουλάχιστον, ότι θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στο να θυσιάσουμε τις δημοκρατικές πτυχές των οργανώσεών μας στο όνομα της ασφάλειας ή για να πετύχουμε κάποιο άμεσο στρατηγικό κέρδος. Δεν μπορεί να αγοραστεί η στρατιωτική νίκη εις βάρος της πολιτικής ήττας.
Και τέλος, υπάρχει η εικόνα ότι «οι διαταγές έπρεπε να τηρηθούν, αλλά… όταν έδινε κανείς μια διαταγή, την έδινε σαν σύντροφος σε σύντροφο και όχι σαν ανώτερος προς κατώτερο». Υπάρχει μια ποιότητα στη σχέση μεταξύ των συντρόφων, σε αντίθεση με αυτή μεταξύ ανώτερων και κατώτερων· αυτό είναι που αλλάζει τη σημασία του να δίνεις ή να δέχεσαι οδηγίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχει μεγάλη σημασία αν ενεργούμε από ένα αίσθημα εμπιστοσύνης ή από φόβο· αν η εντολή μπορεί να αμφισβητηθεί και να υπερασπιστεί ορθολογικά· αν το γενικό πλαίσιο είναι αμοιβαίου σεβασμού και κοινής θυσίας, ή αντίθετα, αν αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλο ως όργανα και όχι ως άτομα.
Μια καλή μεταχείριση εξαρτάται από τη γνώση της διαφοράς μεταξύ ενός συντρόφου και ενός ανθρώπου του καθεστώτος. Το σύστημα των πολιτοφυλακών κατόρθωσε να συνδυάσει το σεβασμό προς την εξουσία με αντίσταση στον απολυταρχισμό. Η πολιτοφυλακή (όπως ο Όργουελ γρήγορα έμαθε) δεν ανέχεται τον εκφοβισμό των στρατευμάτων από τους διοικητές τους. Δεν προσέφερε ούτε κίνητρα ούτε κοινωνικά προνόμια για τον προβιβασμό σε ανώτερους βαθμούς. Αν και εξαρτιόταν από ένα συνδυασμό προσωπικής πίστης και πολιτικής δέσμευσης για διασφάλιση της πειθαρχίας, δεν έκανε τίποτα για να αποθαρρύνει την αμφισβήτηση των διαταγών ή τη διατύπωση διαφωνιών. Από όλες αυτές τις απόψεις, η πολιτοφυλακή διέφερε από έναν κανονικό στρατό – είτε αυτός ο στρατός ήταν ελεγχόμενος από φασίστες, είτε από κομμουνιστές, είτε απλά από μια μπουρζουάδικη τάξη αξιωματικών – και ακόμη, το σύστημα των πολιτοφυλακών δούλεψε όπως δούλεψε εξαιτίας ακριβώς αυτών των διαφορών.
ΔΥΟ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΜΟΥ
Στο δικό μου πολιτικό έργο, που ήταν κυρίως αναρχικό – ή, τουλάχιστον, αναρχιστικό – περισσότερα επιτεύχθηκαν μέσω πειθούς από όσα ποτέ επιχειρήθηκαν με διαταγή. Ωστόσο, έχω επίσης, κατά καιρούς, βρεθεί στη θέση να δίνω ή να λαμβάνω οδηγίες.
Για παράδειγμα, ως μέλος του Rose City Copwatch, επιλεγόμουν περιστασιακά από τους συντρόφους μου για να ηγηθώ μιας ομάδας copwatching [στμ. παρακολούθησης μπάτσων], μια δουλειά που σε μεγάλο βαθμό συνίστατο στην λήψη στρατηγικών αποφάσεων για το πού να τοποθετήσουμε τους παρατηρητές μας, πώς να συντονίσουμε τις κινήσεις μας και τα συναφή. Εκτελώντας αυτόν το ρόλο σε μια διαδήλωση ενάντια στην αστυνομία – μια απ’ αυτές που χαρακτηρίζονται από τις αυξανόμενες συγκρούσεις μεταξύ αστυνομικών και αναρχικών – έστειλα κάποτε ανθρώπους που αγαπώ να ορμήσουν προς το σημείο όπου τα ΜΑΤ κινούνταν ενάντια στο μαύρο μπλοκ. Η βία έμοιαζε αναπόφευκτη και έστειλα την ομάδα μου ευθεία στη συμπλοκή.
Από την άλλη πλευρά, σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, κάποτε έλαβα ένα κρυπτογραφημένο τηλεφώνημα για πρόσκληση σε συνάντηση. Μη γνωρίζοντας με ποιον θα συναντηθώ ή γιατί – μόνο ότι η κλήση ήρθε από αξιόπιστη πηγή και είπε ότι ήταν επείγουσα – ακύρωσα τα σχέδιά μου και κατευθύνθηκα προς την πόλη. Όταν έφτασα, μου δόθηκε μια σύντομη περίληψη της κατάστασης και μου ζητήθηκε να υπηρετήσω ως σκοπός. Πέρασα εκείνη τη νύχτα, σε επιφυλακή αλλά βαρετά, παρακολουθώντας το σπίτι ενός ανθρώπου που είχε απειληθεί από μια συμμορία λευκών ρατσιστών – πιθανώς την ίδια ομάδα που είχε πρόσφατα πυροβολήσει και σακατέψει έναν ντόπιο αντιρατσιστή σκίνχεντ.
Τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι τυπικές της εμπειρίας μου, αλλά ήταν ακριβώς η μέρα-με-τη-μέρα εξοικείωση – η συζήτηση, η συνεργασία, η ανησυχία, ακόμη και οι λογομαχίες – που επέτρεψαν να ενεργήσουμε υπό αυτές τις οξυμένες συνθήκες. Κανείς δεν θα μπορούσε να με κάνει να χάσω ένα νυχτερινό ύπνο για να προστατέψω έναν ηλικιωμένο πασιφιστή, και κανείς δεν χρειαζόταν να το κάνει. Και γνώριζα, ακόμα κι όταν έδωσα τις οδηγίες μου στην ομάδα copwatching, ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τους αναγκάσω να υπακούσουν. Αν είχαν αρνηθεί, θα μπορούσα μόνο να παραιτηθώ από τη θέση μου.
Τελικά, δεν αρνήθηκαν· ούτε καν δίστασαν. Βιάζονταν, αντ’ αυτού, για τη σύγκρουση, τον κίνδυνο. Κι ενώ είμαι βέβαιος ότι η κρίση μου ήταν υγιής – ότι οποιοσδήποτε άλλος copwatcher, στην πραγματικότητα, θα είχε πάρει την ίδια απόφαση και ότι κι εγώ θα είχα ακολουθήσει εξίσου εύκολα – αν κάποιος από την ομάδα μου είχε πληγεί, ξέρω ότι θα ήμουν υπεύθυνος, και θα κατηγορούσα τον εαυτό μου βαθιά. Το ήξερα ακόμη και όταν έδωσα τις οδηγίες. Αυτή η ευθύνη, κατά μία έννοια, υπονοείται από την ίδια την πράξη.
Η εξουσία μου εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από την εμπιστοσύνη τους σε μένα. Και αυτή η εμπιστοσύνη – όχι μόνο με την πρόθεση μου, αλλά με την στρατηγική μου αίσθηση και την κρίση μου – ήταν ακριβώς ο λόγος που με επέλεξαν για τη δουλειά. Η εμπιστοσύνη τους σε μένα ήταν σε μεγάλο βαθμό σφυρηλατημένη στη διαδικασία συνεργασίας, σχεδιασμού, συζητήσεων και στο γεγονός ότι έβγαζα άκρη με τις διαφωνίες. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι η εμπιστοσύνη τους στη θέση εξαρτιόταν από την ισότιμη και δημοκρατική κουλτούρα της οργάνωσης. Ο “Υπεύθυνος Λήψης Αποφάσεων στην Περιπολία” (DMOP) εκλεγόταν στην αρχή της βάρδιας ειδικά για να λάβει στρατηγικές αποφάσεις σύμφωνα με την εκπαίδευσή μας, τις καθιερωμένες κατευθυντήριες γραμμές και την πολιτική του copwatching. Αναμενόταν ότι, εφόσον το επέτρεπε ο χρόνος, μετά από κάθε συμπλοκή με την αστυνομία ολόκληρη η ομάδα θα εξέταζε την κατάσταση, συζητώντας για το πώς τα πήγαμε και πώς θα μπορούσαμε να αποδώσουμε καλύτερα. Ερωτήσεις ή ανησυχίες σχετικά με τις αποφάσεις του DMOP θα εκτίθεντο τότε και, αν η ομάδα επιθυμούσε, η θέση θα μπορούσε να αλλάξει σε αυτό το σημείο επίσης.
Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η εξουσία θα μπορούσε να μεταβιβαστεί με αυτόν τον τρόπο για συγκεκριμένους τύπους καθηκόντων ακριβώς επειδή κατά τη συνήθη πορεία των γεγονότων η φωνή του καθενός μετρούσε, όλοι είχαν λόγο. Εμείς θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε σε ένα μόνο άτομο τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων επειδή ήμασταν συνηθισμένοι στο να αποφασίζουμε από κοινού. Η διαδικασία λήψης αποφάσεών μας, στην οποία ήμασταν εμμονικά αφιερωμένοι, έδινε έμφαση στη σύσκεψη και ενθάρρυνε την υπομονετική συζήτηση. Όπως υπογράμμιζαν οι κατευθυντήριες γραμμές:
Γενικά, η συζήτηση πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα αξιόλογο μέρος της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και όχι ως εμπόδιο ή περισπασμός μεταξύ των προτάσεων και της ψηφοφορίας. Το να σκεφτόμαστε και να συζητάμε μαζί μας επιτρέπει να βελτιώσουμε την κατανόησή μας, να διορθώσουμε τις ατομικές προκαταλήψεις και να βελτιώσουμε τις ιδέες μας. Οι διαφωνίες θα προκύψουν αναπόφευκτα και θα πρέπει να θεωρηθούν ως πολύτιμη πτυχή της δημοκρατικής διαδικασίας. Η προθυμία μας να σκεφτούμε με σεβασμό τις διαφορετικές απόψεις, να προσφέρουμε και να δεχόμαστε την κριτική, θα είναι ένα σημάδι της δέσμευσης μας στη δημοκρατία.
Όχι μόνο οι πολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις είχαν ληφθεί συλλογικά και εκ των προτέρων, αλλά η δημοκρατική δομή της οργάνωσης – και εξίσου σημαντικό, η δημοκρατική του κουλτούρα – εργάστηκε για να διασφαλίσει ότι η εξουσία που παραχωρείται σε ένα πεδίο δεν επεκτείνεται ή γενικεύεται.
Φυσικά, δεν είναι το παν τα καθήκοντα φύλαξης ή η παρακολούθηση των μπάτσων, και μπορούμε να βρούμε λιγότερο δραματικά παραδείγματα του είδους ηγεσίας που αναφέρω στα τακτικά γεγονότα της καθημερινής μας ζωής. Συνήθως περνούν χωρίς να αναφερθούν, ή ακόμα και απαρατήρητα. Μιλώ για πράγματα τόσο απλά όσο ο σεβασμός στην εξειδίκευση, στην εμπειρία ή την τεχνική επάρκεια των συναδέλφων μας. Μερικές φορές μπορεί η εξουσία να είναι απλώς ένα θέμα διορισμού κάποιου στον συντονισμό ενός τομέα δραστηριότητας και, στη συνέχεια, ο συντονισμός των ίδιων των δρώντων υποκειμένων. Με αυτή την έννοια, μπορεί να είναι μια ασήμαντη μουσική υπόκρουση σε κάθε διαίρεση της εργασίας – αναθέτοντας εκτελεστικές ή διοικητικές αποφάσεις στους ανθρώπους που κάνουν το έργο. Αυτή η περιορισμένη έννοια της εξουσίας δεν έρχεται σε αντίθεση με την αυτονομία· μπορεί να είναι μια έκφραση συλλογικής αυτοδιαχείρισης.
Η ΗΓΕΣΙΑ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΟ
Ένα πρόβλημα που παραμένει, ακόμη και μέσα σε ριζοσπαστικές δημοκρατικές οργανώσεις, είναι η τάση να επιλέγονται ηγέτες από ομάδες που έχουν ήδη προνόμια στην ευρύτερη κοινωνία. Η μέθοδος επιλογής είναι σχεδόν αδιάφορο θέμα αν, στην περίπτωση αυτή, οι ίδιοι άνθρωποι τείνουν να αποκτούν εξουσία. (5) Ο Όργουελ παρατήρησε:
Στην πολιτοφυλακή του POUM υπήρξε μια ελαφρά αλλά αντιληπτή τάση να επιλέγονται ως αξιωματικοί άνθρωποι αστικής καταγωγής. Δεδομένης της υφιστάμενης ταξικής δομής της κοινωνίας, θεωρώ ότι αυτό είναι αναπόφευκτο. Οι άνθρωποι της μέσης και της ανώτερης τάξης έχουν συνήθως περισσότερη αυτοπεποίθηση σε άγνωστες περιστάσεις και, σε χώρες όπου η στρατολόγηση δεν ισχύει, συνήθως έχουν περισσότερη στρατιωτική παράδοση από την εργατική τάξη.
Οι ηγέτες, βέβαια, διαφέρουν στα χαρακτηριστικά τους και σε κάθε περίσταση επιλέγεται αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης αυτής περίστασης. Χαρακτηριστικά που είναι αξιέπαινα σε έναν δάσκαλο, έναν σύμβουλο ή έναν διοργανωτή δεν θα είναι πάντα τα ίδια με εκείνα που απαιτούνται σε έναν συντάκτη ή έναν καπετάνιο πολιτοφυλακής. Εκείνοι που υπηρετούν σε μια θέση διοίκησης πρέπει να έχουν, όχι μόνο μια κατανόηση της στρατηγικής και την ικανότητα να γίνονται κατανοητοί, αλλά και ένα είδος προσωπικής συμπεριφοράς που μεταβιβάζει, σιωπηλά και αποτελεσματικά, ότι οι οδηγίες τους πρέπει να ακολουθούνται. Αυτή η προσωπική ποιότητα είναι ενίοτε αντιληπτή ως χάρισμα, αλλά αυτό δεν είναι σωστό: οι αποτελεσματικοί ηγέτες μπορεί να αντιπαθιούνται προσωπικά και να διατηρούν την αίσθηση της εξουσίας και του σεβασμού. Αυτό που απαιτεί η θέση, όπως υποδηλώνει ο Όργουελ, είναι ένα είδος αυτοπεποίθησης – μια αποφασιστικότητα, μια προθυμία για δέσμευση και ανάληψη ευθύνης, και ίσως πάνω από όλα, μια υπόθεση ότι αυτά που λέει κάποιος έχουν σημασία και η προσδοκία ότι θα ληφθούν σοβαρά υπόψη. Στην κοινωνία που ζούμε – χωρισμένη από τη φυλή, την τάξη, το φύλο, την εθνικότητα και ούτω καθεξής – μερικοί άνθρωποι εκπαιδεύονται να δώσουν εντολές σχεδόν από τη γέννηση και άλλοι για να τις λάβουν. Τα μέσα εισαγωγής αυτών των μαθημάτων μπορεί να είναι τόσο λεπτά όσο οι κανόνες δεοντολογίας ή τόσο αμβλυμένα όσο το γκλοπ ενός αστυνομικού.
Όπως παρατήρησε ο Όργουελ, στην πατρίδα του, Αγγλία:
Ένα πρόσωπο αστικής καταγωγής περνά τη ζωή του με κάποια προσδοκία να πάρει αυτό που θέλει, μέσα σε εύλογα όρια. Εξ ου και το γεγονός ότι σε πιεστικές περιόδους άγχους οι «μορφωμένοι» άνθρωποι τείνουν να βγαίνουν μπροστά· δεν είναι περισσότερο προικισμένοι από τους άλλους και η «εκπαίδευσή» τους είναι γενικά εντελώς άχρηστη από μόνη της, όμως είναι συνηθισμένοι σε ένα ορισμένο βαθμό εκτίμησης και κατά συνέπεια έχουν το απαραίτητο θράσος για έναν διοικητή. Το ότι θα αναδειχθούν φαίνεται να θεωρείται δεδομένο, πάντα και παντού.
Τώρα, αυτές οι συνήθεις πεποιθήσεις περί ανωτερότητας και σεβασμού στο πρόσωπο κάποιου, που είναι βαθιά ριζωμένες σε καθέναν από εμάς, δεν απομακρύνονται μόνο και μόνο επειδή είμαστε ιδεολογικά αφοσιωμένοι στην ισότητα. Και το χειρότερο είναι ότι η διαφορά δεν αφορά απλώς την προοπτική ή την αντίληψη· είναι επίσης πιθανό να αντιστοιχεί σε πραγματικές διαφορές στην εμπειρία και στις ιδιαίτερες κοινωνικές δεξιότητες που απαιτούνται για να ακουστεί η φωνή κάποιου και να επιτευχθεί υποχωρητικότητα. Αυτά τα προσωπικά χαρακτηριστικά και οι διαπροσωπικές δεξιότητες είναι ακόμη πιο σημαντικά όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμα καταναγκαστικά μέτρα ή δεν εφαρμόζονται στην πράξη – με άλλα λόγια, σε μια ισότιμη οργάνωση παρά σε μια άκαμπτη ιεραρχία, σε μια επαναστατική πολιτοφυλακή παρά σε έναν παραδοσιακό στρατό. (6)
Δεν υπάρχει τέλεια απάντηση για αυτό το πρόβλημα (7). Η τελική λύση φυσικά έγκειται στην αλλαγή της κοινωνίας, έτσι ώστε οι ανισότητες που βασίζονται στη φυλή, το φύλο και ούτω καθεξής να εξαφανιστούν και οι πολιτιστικές προσδοκίες για το πως μοιάζουν οι ηγέτες να μεγαλώνουν. Βραχυπρόθεσμα, ίσως το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συμβάλουμε στην ενθάρρυνση των ηγετικών ικανοτήτων όλων των μελών των οργανώσεών μας και να λάβουμε πρακτικά μέτρα για να βοηθήσουμε να τις αναπτύξουν. Πιστεύω ότι οι δημοκρατικές πρακτικές, σχεδόν εξ ορισμού, συμβάλλουν πολύ στη διαδικασία αυτή. Είναι όμως σημαντικό να γίνουμε όλοι πιο συνηθισμένοι – συγχρόνως – στη συλλογική λήψη αποφάσεων και στην άσκηση υπεύθυνης ηγεσίας όταν είναι καθήκον μας, να λαμβάνουμε εντολές και να ακολουθούμε οδηγίες ως μία πτυχή της δέσμευσής μας στη δημοκρατία. Η αυστηρή πειθαρχία και η κοινωνική ισότητα δεν είναι, με αυτή την έννοια, σε αντίθεση· η άσκηση της καθεμίας στηρίζεται στην άλλη.
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Το σημαντικό που πρέπει να σημειωθεί για τέτοιες ασκήσεις που αφορούν την ηγεσία είναι το πόσο περιορισμένες είναι. Η εξουσία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σε ορισμένα πλαίσια, είναι εξαρτώμενη και είναι περιορισμένη σε μια αρκετά στενή σφαίρα αρμοδιοτήτων. Πρέπει πάντα να είμαστε σε εγρήγορση για να την κρατήσουμε μέσα σε αυτά τα όρια. Πρέπει να προφυλαχτούμε από τον κίνδυνο της εξουσίας που ξεπερνά τα αίτια για τα οποία υφίσταται, ή της ηγεσίας που καταλήγει σε μια άκαμπτη μόνιμη ιεραρχία. Φυσικά, οι δομικοί έλεγχοι, όπως οι εναλλασσόμενοι ρόλοι και οι υποψήφιοι ηγέτες που υπόκεινται σε άμεση ανάκληση, προχωρούν αρκετά ώστε να διατηρήσουν τον δημοκρατικό χαρακτήρα της σχέσης. Αλλά η κουλτούρα των οργανώσεών μας είναι τουλάχιστον το ίδιο σημαντική. Εκείνοι που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης και αυτοί που κατευθύνουν, πρέπει πάντα να έχουν κατά νου ακριβώς το γιατί βρίσκονται σε αυτή τη θέση, ποιος είναι ο σκοπός της και ποια είναι τα όριά της.
Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στους ηγέτες να μην δέχονται κριτική ή να καταπνίγουν τις διαφωνίες· η θέση τους πρέπει να εξαρτάται πάντα από την έγκριση των συντρόφων τους, ειδικά εκείνων τους οποίους καθοδηγούν. Δεν θα πρέπει να είναι υπεράνω συζήτησης· αντιθέτως, η θέση τους θα πρέπει να ενθαρρύνει τη συζήτηση. Ομοίως, κανείς δεν πρέπει να επιτρέπεται να χρησιμοποιεί τη θέση του για να συγκεντρώσει προσωπικά προνόμια ή να προωθήσει έναν ιδιωτικό σκοπό. Σε μια ομάδα που λειτουργεί σωστά, ο πιο σίγουρος τρόπος να χάσει κάποιος την ηγεσία θα ήταν να την καταχραστεί.
Μπορεί να είναι χρήσιμο κλείνοντας να υπενθυμίσουμε την παρατήρηση του Μπακούνιν:
Όσο εχθρικός κι αν είμαι στην αυταρχική αντίληψη της πειθαρχίας, αναγνωρίζω, ωστόσο, ότι ένα συγκεκριμένο είδος πειθαρχίας, όχι αυταρχικό αλλά εθελοντικό και έξυπνα κατανοητό, είναι, και θα είναι πάντα, αναγκαίο όταν ένας μεγαλύτερος αριθμός ατόμων αναλαμβάνει οποιοδήποτε είδος συλλογικής εργασίας ή δράσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πειθαρχία είναι απλώς ο εθελοντικός και συνειδητός συντονισμός όλων των μεμονωμένων προσπαθειών για έναν κοινό σκοπό. Τη στιγμή της επανάστασης, ενδιάμεσα στον αγώνα, υπάρχει μια φυσική κατανομή των λειτουργιών ανάλογα με την ικανότητα του καθενός, που αξιολογείται και κρίνεται από το συλλογικό σύνολο: Μερικοί διευθύνουν και άλλοι εκτελούν εντολές. Αλλά καμία λειτουργία δεν παραμένει σταθερή και δεν θα παραμείνει μόνιμα και αμετάκλητα συνδεδεμένη με ένα άτομο. Η ιεραρχική τάξη και ο προβιβασμός δεν υπάρχουν, έτσι ώστε ο αρμόδιος του χθες να μπορεί να γίνει ο υφιστάμενος του αύριο. Κανείς δεν ανεβαίνει πάνω από τους άλλους, και αν ανέβει, είναι μόνο για να πέσει ξανά μετά από μια στιγμή, όπως τα κύματα της θάλασσας επιστρέφουν πάντοτε στο ωφέλιμο επίπεδο ισότητας.
Υπάρχουν στιγμές στις ζωές μας, ακόμη και όταν αγωνιζόμαστε για την ελευθερία μας, όπου πρέπει να κάνουμε πράγματα που θα προτιμούσαμε να μην κάνουμε, όπου πρέπει να ενεργούμε με ελλιπείς πληροφορίες κι ενάντια ακόμη στα δικά μας ένστικτα, όπου πρέπει να υπηρετούμε σαν ένα μέρος μιας μεγαλύτερης μονάδας και το κάνουμε αυτό αξιόπιστα, μόνο και μόνο επειδή άλλοι βασίζονται σε εμάς. Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να τα παρατήσουμε, ακόμη και πράγματα που αγαπάμε, και ίσως να μην γνωρίζουμε πάντα αν αυτό που κερδίζουμε αξίζει αυτή την τιμή. Και μερικές φορές, κάτι που μπορεί να είναι ακόμα πιο δύσκολο, ίσως χρειαστεί να ζητήσουμε παρόμοιες θυσίες από άλλους.
Δημοσιεύτηκε στο Perspectives on Anarchist Theory, Νο 27, 2014
Σημειώσεις του πρωτότυπου:
*Ο Κρίστιαν Ουίλιαμς είναι ο συγγραφέας του «Οι εχθροί μας στα Μπλε: η Αστυνομία και η Δύναμη στην Αμερική» και εκδότης του «Η ζωή κατά τη διάρκεια του πολέμου: αντιστεκόμενοι στην αντεπίθεση». Αυτή τη στιγμή εργάζεται σε ένα βιβλίο για τον Όσκαρ Ουάιλντ και τον αναρχισμό.
1) Είναι ένα σημαντικό σημείο, γιατί «αργότερα έγινε μόδα να προσποιούμαστε ότι τα ελαττώματα που οφείλονταν στην έλλειψη κατάρτισης και όπλων ήταν αποτέλεσμα του ισότιμου συστήματος. Στην πραγματικότητα, ένα πρόσφατα δημιουργημένο σχέδιο πολιτοφυλακής ήταν ένας απείθαρχος όχλος, όχι επειδή οι αξιωματικοί αποκαλούσαν τους απλούς στρατιώτες συντρόφους, αλλά επειδή τα απλά στρατεύματα είναι πάντα ένας απείθαρχος όχλος». Τζωρτζ Όργουελ, Πεθαίνοντας στην Καταλονία, έκδοση δεύτερη, Σεπτέμβρης 1999, μετάφραση Τάσος Δαρβέρης, εκδόσεις Κάκτος [στμ. διατηρήθηκε η αρχική μετάφραση σε όσα αποσπάσματα είναι από το συγκεκριμένο βιβλίο).
2) «Μετά από αυτά που έχω δει στην Ισπανία έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι μάταιο να είσαι «αντιφασίστας» ενώ προσπαθείς να διατηρήσεις τον καπιταλισμό». George Orwell, “Letter to Geoffrey Gorer [15 September 1937],” in The Collected Essays, Journalism, and Letters of George Orwell, Volume 1: An
Age Like This, 1920-1940, eds. Sonia Orwell and Ian Angus (New York: Harcourt Brace Jovanovich, 1968), 284. [Τζορτζ Όργουελ, Συγκεντρωμένα Δοκίμια, Δημοσιογραφία και Επιστολές του Τζορτζ Όργουελ]
3) Ακολουθώντας παρόμοιο συλλογισμό, υποστήριξε αργότερα ότι ο μόνος τρόπος για να κυριαρχήσει η Βρετανία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν να εφαρμόσει επαναστατικά οικονομικά μέτρα: «Δεν μπορούμε να κερδίσουμε τον πόλεμο χωρίς να εισαγάγουμε τον σοσιαλισμό ούτε να εδραιώσουμε τον σοσιαλισμό χωρίς να κερδίσουμε τον πόλεμο.» George Orwell, “The Lion and the Unicorn,” in The Collected Essays, Journalism, and Letters of George Orwell, Volume 2: My Country Right or Left, 1940-1943, eds. Sonia Orwell and Ian Angus (New York: Harcourt Brace Jovanovich,
1968), 94. [Τζορτζ Όργουελ, Συγκεντρωμένα Δοκίμια, Δημοσιογραφία και Επιστολές του Τζορτζ Όργουελ]
4) Ο Όργουελ δηλώνει ότι οι στρατιώτες του POUM δεν πιέστηκαν ποτέ να συμμετάσχουν στο Κόμμα. (Όργουελ, «Σημειώσεις για τις ισπανικές πολιτοφυλακές», 325.) Επιπλέον, «υπήρχε πολύ λίγο κυνήγι αιρετικών στο P.O.U.M. (…) αν κανείς δεν ήταν φιλοφασίστας δεν τιμωρούνταν για λανθασμένες πολιτικές απόψεις.» Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Όργουελ «ξόδεψα μεγάλο 6)μέρος του χρόνου μου στην πολιτοφυλακή κριτικάροντας τη γραμμή του P.O.U.M. , αλλά ποτέ δεν είχα φασαρίες με αυτό» Όργουελ, Πεθαίνοντας στην Καταλονία.
5) «Θεωρητικά, η προαγωγή γινόταν με εκλογές, αλλά στην πραγματικότητα οι ανώτεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί διορίστηκαν από ψηλά. . . [αλλά] αυτό στην πράξη δεν κάνει μεγάλη διαφορά.» “Notes on the Spanish Militias,” in The Collected Essays, Journalism, and Letters of George Orwell, Volume 1: An Age Like This, 1920-1940, eds. Sonia Orwell and Ian Angus (New York: Harcourt Brace Jovanovich, 1968) [Όργουελ, «Σημειώσεις για τις ισπανικές πολιτοφυλακές»]
6) «Στην αρχή έπρεπε κανείς να λάβει εντολές υπακούοντας (α) με επίκληση στην ομαδική αφοσίωση και (β) με τη δύναμη της προσωπικότητας… Είναι εξαιρετικά δύσκολο να τιμωρήσουμε στρατιώτες που βρίσκονται ήδη στην πρώτη γραμμή, διότι, εκτός από τη θανάτωσή τους, είναι δύσκολο να τους κάνουμε να νιώσουν πιο άβολα από ό,τι είναι ήδη. Η συνηθισμένη τιμωρία ήταν διπλάσιες ώρες σκοπιάς – καθόλου ικανοποιητικό, καθώς ήδη κανείς δεν είχε κοιμηθεί». Όργουελ, «Σημειώσεις για τις ισπανικές πολιτοφυλακές», 319-20.
7) Στο «1984», ο Γουίνστον Σμιθ παρατηρεί: «Αν υπάρχει ελπίδα. . . βρίσκεται στους προλετάριους. . . . [Όμως,] δεν θα επαναστατήσουν μέχρι να αποκτήσουν συνείδηση, και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση μέχρι να επαναστατήσουν» Τζ. Όργουελ, 1984: Μυθιστόρημα (Νέα Υόρκη: Νέα Αμερικανική Βιβλιοθήκη, 1984), 60-1.