ριζοσπαστική θεωρία και ιστορία… για την Αναρχία

ΤΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΩΝ ΔΕΚΑΕΞΙ

Χάρτης φτιαγμένος το 1915 στο Άμστερνταμ δια χειρός Senefelder: “Το Ψυχιατρικό Άσυλο (Παλιό Τραγούδι, Καινούριος Τόνος)”

Από διάφορες πλευρές υψώνονται φωνές για να απαιτήσουν την άμεση ειρήνη. Έχει υπάρξει αρκετή αιματοχυσία, λένε, αρκετή καταστροφή, και είναι ώρα να τελειώνουν τα πράγματα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Περισσότερο από οποιονδήποτε, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, εμείς και τα περιοδικά μας ήμασταν ενάντια σε οποιονδήποτε επιθετικό πόλεμο μεταξύ των λαών, κι ενάντια στο μιλιταρισμό, ανεξαρτήτως της στολής που φορά, αυτοκρατορικής ή ρεπουμπλικανικής. Έτσι, θα βρισκόμασταν σε ευχάριστη θέση αν βλέπαμε τις συνθήκες ειρήνης να συζητιούνται (αν ήταν δυνατό) από τους Ευρωπαίους εργάτες από κοινού, σε ένα διεθνές συνέδριο. Ειδικά αφού ο γερμανικός λαός αφέθηκε να εξαπατηθεί τον Αύγουστο του 1914, κι αν στα αλήθεια πίστεψε πως κινητοποιήθηκε για την άμυνα του εδάφους του, είχε το χρόνο για να συνειδητοποιήσει πως είχε εξαπατηθεί για να ξεκινήσει για έναν πόλεμο κατακτητικό.

Πράγματι, οι Γερμανοί εργάτες, τουλάχιστον στις δικές τους περισσότερο ή λιγότερο προωθημένες ενώσεις, πρέπει να καταλάβουν τώρα πως τα σχέδια για εισβολή στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Ρωσία είχαν προετοιμαστεί καιρό πριν και πως εάν αυτός ο πόλεμος δεν ξεκίνησε το 1875, το 1886, το 1911 ή το 1913, ήταν λόγω του ότι οι διεθνείς συσχετισμοί δεν έδειχναν ευνοϊκοί προς αυτόν, κι επειδή οι στρατιωτικές προετοιμασίες δεν ήταν αρκετά ολοκληρωμένες για να υποσχεθούν τη νίκη στη Γερμανία (υπήρχαν στρατηγικές κατευθύνσεις προς ολοκλήρωση, η επέκταση του καναλιού του Κιέλο, και η βελτίωση των μεγάλων πολιορκητικών κανονιών). Και τώρα, μετά από είκοσι μήνες πολέμου και φοβερών απωλειών, θα έπρεπε να αντιληφθούν πως οι κατακτήσεις απ’ τον Γερμανικό στρατό δεν μπορούν να διατηρηθούν, ιδίως καθώς πρέπει να αναγνωρίσουν την αρχή (ήδη αναγνωρισμένη από τη Γαλλία το 1859, μετά την ήττα της Αυστρίας) πως είναι ο πληθυσμός της κάθε περιοχής που πρέπει να εκφράσει τη συναίνεσή του για προσάρτηση.

Αν οι Γερμανοί εργαζόμενοι ξεκινήσουν να αντιλαμβάνονται την κατάσταση όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, κι όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτή από μια ισχνή μειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών τους -κι αν μπορούσαν να εισακουστούν από την κυβέρνησή τους- θα μπορούσε να υπάρξει κοινός τόπος για εκκίνηση συζητήσεων για ειρήνη. Αλλά τότε θα έπρεπε να διακηρύξουν πως απορρίπτουν εξ ολοκλήρου τη δημιουργία προσαρτήσεων, ή να τις εγκρίνουν.πως παραιτούνται από την απαίτηση για συλλογή “εισφορών” από τα έθνη στα οποία έχουν εισβάλει, πως αναγνωρίζουν το καθήκον του Γερμανικού κράτους να επιδιορθώσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις υλικές ζημίες που προκλήθηκαν από την εισβολή του στα γειτονικά κράτη, και πως δεν φιλοδοξούν να επιβάλουν όρους οικονομικής υποταγής, με πρόφαση τις εμπορικές συμβάσεις. Δυστυχώς, δεν βλέπουμε, μέχρι τώρα, από αυτή την άποψη, σημάδια αφύπνισης, του γερμανικού λαού.

Έχουν μιλήσει ορισμένοι για το συνέδριο του Τσίμερβαλντ (1), αλλά σ’ εκείνη τη διάσκεψη έλειπε το βασικό στοιχείο: η αντιπροσωπεία των Γερμανών εργαζομένων. Ήταν πολλές οι φορές που σημειώθηκαν κάποιες ταραχές στη Γερμανία, αποτέλεσμα των υψηλών τιμών των τροφίμων. Αλλά ξεχνούμε πως τέτοιοι αγώνες ελάμβαναν πάντοτε χώρα κατά τη διάρκεια μεγάλων πολέμων, χωρίς να επηρεάζουν τη διάρκειά τους. Ακόμη, όλες οι ρυθμίσεις που γίνονται τούτη την ώρα από τη Γερμανική κυβέρνηση, αποδεικνύουν ότι ετοιμάζει νέες επιθέσεις κατά την επιστροφή της άνοιξης. Αλλά εφόσον γνωρίζει πως επίσης την άνοιξη οι Σύμμαχοι θα αντιπαρατεθούν με νέα στρατεύματα, εξοπλισμένα με νέο οπλισμό, και με ένα πυροβολικό πολύ πιο ισχυρό από πριν, κάνει προσπάθειες ώστε να σπείρει τη διχόνοια μέσα στους συμμαχικούς πληθυσμούς. Και χρησιμοποιεί γι’ αυτό το σκοπό ένα μέσο τόσο παλιό όσο και ο ίδιος ο πόλεμος: τη διασπορά φημών για μια επικείμενη ειρήνη, στην οποία αντιτίθενται, μεταξύ των αντιπάλων, μόνο ο στρατός και οι προμηθευτές των στρατευμάτων. Αυτό ίσχυσε με το Μπύλοβ [Bülow (2)], μαζί με τους γραμματείς του, κατά τη διάρκεια της τελευταίας παραμονής του στην Ελβετία.

Αλλά κάτω από ποιες συνθήκες προτείνει να συναφθεί ειρήνη;

Η Neue Zuercher Zeitung πιστεύει ότι γνωρίζει -και το επίσημο περιοδικό, το Nord-deutsche Zeitung δεν το διαψεύδει- πως θα εκκενωθεί το μεγαλύτερο μέρος του Βελγίου, αλλά με την προϋπόθεση να δοθούν υποσχέσεις πως δεν θα επαναληφθεί αυτό που έγινε τον Αύγουστο του 1914, όταν εναντιώθηκε στο πέρασμα των Γερμανών στρατιωτών. Ποιες θα είναι αυτές οι υποσχέσεις; Τα Βελγικά ορυχεία; Το Κονγκό; Δεν λέει κανένας. Αλλά ήδη απαιτείται μια μεγάλη ετήσια συνδρομή. Το κατειλημμένο έδαφος στη Γαλλία θα αποκατασταθεί, όπως και το μέρος της Λωραίνης όπου μιλούν Γαλλικά. Αλλά σε αντάλλαγμα, η Γαλλία θα μεταφέρει προς το Γερμανικό κράτος όλα τα δάνεια της Ρωσίας, η αξία των οποίων ανέρχεται σε δεκαοχτώ δισεκατομμύρια. Αυτή είναι μια εισφορά οχτώ δισεκατομμυρίων που η Γαλλική αγροτιά και η εργατιά των εργοστασίων πρέπει να ξαναπληρώσει, αφού αυτοί είναι που πληρώνουν φόρους. Οχτώ δισεκατομμύρια για να αγοραστούν πάλι δέκα διαμερίσματα, τα οποία, με την εργασία τους, έκαναν τόσο πλούσια και πολυτελή, αλλά τα οποία θα τους επιστραφούν κατεστραμμένα κι ερειπωμένα.

Όσον αφορά το ποιοι θεωρούνται στη Γερμανία οι όροι για την ειρήνη, ένα γεγονός είναι βέβαιο: ο αστικός τύπος προετοιμάζει το έθνος στην ιδέα της καθαρής και απλής προσάρτησης του Βελγίου και των Βόρειων διαμερισμάτων της Γαλλίας. Και δεν υπάρχει στη Γερμανία καμία δύναμη ικανή να αντιταχθεί σ’ αυτό. Οι εργάτες που θα έπρεπε να υψώσουν τις φωνές τους ενάντια στις κατακτήσεις, δεν το κάνουν. Οι συνδικαλισμένοι εργάτες αφήνονται να οδηγούνται από τον ιμπεριαλιστικό πυρετό, και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, τόσο αδύναμο για να επηρεάσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης που αφορούν την ειρήνη -ακόμα κι αν εκπροσωπούσε μια συμπαγή μάζα-, βρίσκεται διαιρεμένο σε τούτο το ζήτημα, σε δύο εχθρικά μέρη, κι η πλειοψηφία του κόμματος πορεύεται με την κυβέρνηση. Η Γερμανική αυτοκρατορία, γνωρίζοντας πως τα στρατεύματα της είναι, για δεκαοχτώ μήνες, 90 χλμ από το Παρίσι, και πως στηρίζονται από το Γερμανικό λαό τα όνειρά της για νέες κατακτήσεις, δεν βλέπει το λόγο να μην απολαύσει τα οφέλη από τις κατακτήσεις τις οποίες έχει ήδη κάνει. Πιστεύει πως είναι ικανή να υπαγορεύει τους όρους της ειρήνης που θα της επιτρέψει να χρησιμοποιήσει τα νέα δισεκατομμύρια εισφορών για νέους εξοπλισμούς, ώστε να επιτεθεί στη Γαλλία όταν το κρίνει σκόπιμο, να πάρει τις αποικίες της, καθώς και άλλες επαρχίες, χωρίς πια να φοβάται την αντίστασή της.

Η συζήτηση για ειρήνη την παρούσα στιγμή, είναι ακριβώς το παιχνίδι της κλίκας των Γερμανών υπουργών, του Μπύλοβ και των πρακτόρων του. Από την πλευρά μας, αρνούμαστε απόλυτα να μοιράσουμε τις αυταπάτες μερικών συντρόφων μας που αφορούν τις ειρηνικές διαθέσεις αυτών που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της Γερμανίας. Θα προτιμούσαμε να δούμε τον κίνδυνο κατάματα και να αναζητήσουμε τρόπους για να τον αποκρούσουμε. Όταν ο κίνδυνος αγνοείται, θα αυξάνεται.

Έχουμε ήδη βαθιά συνείδηση πως η Γερμανική επιδρομή ήταν μια απειλή -μια απειλή που διεξάγεται τώρα- όχι μόνο ενάντια στις ελπίδες μας για χειραφέτηση, αλλά ενάντια σε όλη την ανθρώπινη εξέλιξη. Γι’ αυτό εμείς, οι αναρχικοί, αντιμιλιταριστές, εχθροί του πολέμου, παθιασμένοι οπαδοί της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών, συντασσόμαστε με την πλευρά της αντίστασης και γι’ αυτό δεν έχουμε αισθανθεί υποχρεωμένοι να διαχωρίσουμε τη μοίρα μας από εκείνη του υπόλοιπου πληθυσμού. Δεν πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι θα προτιμούσαμε να βλέπαμε ο πληθυσμός να αναλαμβάνει στα δικά του χέρια την άμυνά του. Αφού αυτό έχει καταστεί αδύνατον, δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το να υποφέρει αυτό που δεν μπορούσε να αλλάξει. Και μαζί με όσους μάχονται υπολογίζουμε πως, μέχρι ο γερμανικός πληθυσμός να επιστρέψει στις πιο λογικές έννοιες της δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων, εν τέλει αρνούμενος να υπηρετεί το ρόλο ενός εργαλείου για το έργο της παν-Γερμανικής πολιτικής κυριαρχίας, δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα ειρήνης. Χωρίς αμφιβολία, παρά τον πόλεμο, παρά τις δολοφονίες, δεν ξεχνάμε πως είμαστε διεθνιστές, πως θέλουμε την ένωση των λαών και την εξαφάνιση των συνόρων. Και γι’ αυτό επειδή θέλουμε τη συμφιλίωση των λαών, συμπεριλαμβανομένου του γερμανικού λαού, είναι που νομίζουμε πως πρέπει να αντισταθούμε στον εισβολέα που αντιπροσωπεύει την καταστροφή όλων των ελπίδων μας για απελευθέρωση.

Το να μιλάμε για ειρήνη ενώ η κλίκα η οποία, για σαράντα πέντε χρόνια, έχει κάνει την Ευρώπη ένα απέραντο, περιχαρακωμένο στρατόπεδο, είναι σε θέση να υπαγορεύσει τους όρους, θα ήταν το χειρότερο λάθος που θα μπορούσαμε να κάνουμε. Το να αντισταθούμε και να καταστρέψουμε τα σχέδιά της, σημαίνει να προετοιμάσουμε το δρόμο για τον γερμανικό πληθυσμό που συνεχίζει να έχει σώας τας φρένας και να του δώσουμε τα μέσα ν’ απαλλαγεί απ’ την εν λόγω κλίκα. Ας αντιληφθούν οι Γερμανοί σύντροφοί μας ότι αυτό είναι το μόνο επωφελές αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές και τότε είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε μαζί τους.

Κάτω από την πίεση των γεγονότων για τη δημοσίευση αυτής της διακήρυξης, όταν κοινοποιήθηκε στο Γαλλικό και διεθνή τύπο, μόνο δεκαπέντε σύντροφοι, που τα ονόματά τους ακολουθούν, έχουν εγκρίνει το κείμενο αυτό: Christian Cornelissen, Henri Fuss, Jean Grave, Jacques Guérin, Pierre Kropotkine, A. Laisant. F. Le Lève (Lorient), Charles Malato, Jules Moineau (Liège), A. Orfila, Hussein Dey (Algérie), M. Pierrot, Paul Reclus, Richard (Algeria), Tchikawa (Japan), W. Tcherkesoff (3).

28 Φλεβάρη 1916

Πηγές στα αγγλικά και τα γαλλικά απ’ όπου συνετέθη η μετάφραση.

british_55th_division_gas_casualties_10_april_1918

Σημειώσεις της μετάφρασης:

1) Στις 5 – 8 Σεπτέμβρη 1915, ένα χρόνο μετά την έναρξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μερικές δεκάδες σοσιαλιστές οργάνωσαν στο Tσίμερβαλντ της Ελβετίας, μια αντιπολεμική συνδιάσκεψη που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Στη συνδιάσκεψη του Tσίμερβαλντ, πήραν μέρος 38 αντιπρόσωποι από 11 ευρωπαϊκές χώρες. Τα μεγάλα κόμματα της B’ Διεθνούς, το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και το Γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα δεν αντιπροσωπεύονταν επίσημα στη συνδιάσκεψη. 10 αντιπρόσωποι εκπροσωπούσαν τρεις διαφορετικές τάσεις της αντιπολίτευσης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ενώ από τη Γαλλία πήραν μέρος αντιπολιτευόμενοι συνδικαλιστές. Υπήρχαν επίσης αντιπρόσωποι από τη Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία. Μετάφραση του Μανιφέστου του Τσίμερβαλντ (καθώς και ορισμένα σχόλια των συντακτών του ΕΕΚ) μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

2) Μπέρνχαρντ φον Μπύλοβ (Bulow), (Χάινριχ Μάρτιν Καρλ) (1849 – 1929). Πρίγκιπας που διετέλεσε σε διάφορα κυβερνητικά πόστα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.

3) Παρόλο που το παρόν ονομάζεται “το μανιφέστο των 16” βλέπουμε στις υπογραφές 15 ονόματα. Πρώτη δημοσίευση του εν λόγω κειμένου έγινε στο γαλλόφωνο (και υπέρ του πολέμου) περιοδικό La Bataille (Η Μάχη) στις 14 Μαρτίου 1916.

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *