ριζοσπαστική θεωρία και ιστορία… για την Αναρχία

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ: ΜΙΑ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ

Του

Τζεφ Σαντζ (Toronto-NEFAC)

 

Εισαγωγή

 

Τα προηγούμενα χρόνια διάφορα κοινωνικά κινήματα και περιβαλλοντικοί σχολιαστές είχαν αφιερώσει μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους σε προσπάθειες που υποστηρίζουν την κατάρρευση της ταξικής πάλης ως μια βιώσιμη δύναμη για κοινωνική αλλαγή (βλέπε Eckersley, 1990˙ Bowles and Gintis, 1987˙ Bookchin, 1993, 1997). Αυτοί οι συγγραφείς υποστήριζαν πως οι αναλύσεις της ταξικής πάλης ήταν ανίκανες να λογαριάσουν τον πλουραλισμό των μορφών που η ιεραρχία, η κυριαρχία και η καταπίεση παίρνουν στον προηγμένο καπιταλισμό, ή σε αυτό που προτιμούν να αποκαλούν «μετά-βιομηχανικές» κοινωνίες (Μπούκτσιν 1980, 1986). Υποστηρίζουν πως οι ταξικές αναλύσεις καθιστούν μια μονοδιάστατη απεικόνιση των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια ευρεία πρακτική και θεωρητική απομάκρυνση από τα ζητήματα των τάξεων και ειδικά της ταξικής πάλης.Ba5iobsIUAA99mP

Κατά τη γνώμη μου, τόσο τα ορθόδοξα μαρξιστικά κατασκευάσματα της ταξικής πάλης και τα επιχειρήματα που προβάλλονται ενάντια σε αυτή την ανάλυση έχουν περιοριστεί από τις εννοιολογικά περιορισμένες όψεις της ταξικής πάλης. Σχολιαστές είτε έχουν λάβει την τάξη ως μια αδιαφοροποίητη μονολιθικότητα η οποία λειτουργεί, ή τις περισσότερες φορές αποτυγχάνει να λειτουργήσει, ως καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία ή διαφορετικά σαν μια μυθοπλασία που παράγεται για να συσκοτίσει τις απελπιστικά διαχωρισμένες και ανταγωνιστικές σχέσεις εντός της εργατικής τάξης (Laclau and Mouffe, 1985; Bourdieu, 1987). Αυτό που γενικά λείπει από αυτές τις κατά τα άλλα διαφορετικές συλλογιστικές, είναι μια δυναμική κατανόηση των ανθρώπων ως εργατών και των εργατών ως ακτιβιστών.

Πράγματι μπορεί κάποιος να υποστηρίξει πως το μεγαλύτερο μέρος της δυσκολίας προκύπτει από επιχειρήματα πάνω στην κοινωνιολογικά κατασκευασμένη εργατική τάξη (π.χ η Μαρξιστική «ολότητα» η οποία αντιμετωπίζει τους εργάτες με ένα ντετερμινιστικό τρόπο), αντί για την εργατική τάξη μέσα από τις ποικίλες καθημερινές εκδηλώσεις των σχέσεών της. Ενώ είναι άξιο λόγου το να κριτικάρεις την οικονομικίστικη κατασκευή της εργατικής τάξης, όπως αυτή συνίσταται κατά τον ορθόδοξο μαρξισμό, το αποτέλεσμα τέτοιων κριτικών δεν θα πρέπει να γίνει η απόρριψη του κεντρικού ρόλου της τάξης και των επαναστατικών συνεπειών της ταξικής πάλης.

Η Κοινωνική Οικολογία Ενάντια Στην Ταξική Πάλη;

Ο Αναρχικός της κοινωνικής οικολογίας Μάρεϊ Μπούκτσιν είχε πάει παραπέρα απλά στρεφόμενος μακριά από τις έννοιες της ταξικής πάλης, έως την ενεργητική καταδίκη τους, ακόμα και στις αναρχικές τους εκφάνσεις. Στο «Toward an Ecological Society» υποστηρίζει πως είναι «η ίδια η ταξική φύση του προλεταριάτου… και τα πολύ ιδιαίτερα συμφέροντά του… [τα οποία] διαψεύδουν τα επιχειρήματα του Μαρξ για την καθολικότητα και τον ιστορικό του ρόλο ως επαναστατικό υποκείμενο». Ο Μπούκτσιν υπαινίσσεται ότι ως μέλη της τάξης είναι που οι εργάτες γίνονται αντιδραστικοί. Κατ’ αυτόν, το γεγονός της εκμετάλλευσης των εργατών από τους αστούς και οι θέσεις τους μέσα στο εργοστασιακό σύστημα μόνο ενισχύουν «την πραγματικά μονόπλευρη κατάσταση των εργατών στον καπιταλισμό ως “παραγωγική δύναμη”, όχι ως επαναστατική δύναμη» (Bookchin, 1980).

Ο Μπούκτσιν είναι ορθώς κριτικός για το εργοστασιακό σύστημα και το βλέπει ως κυρίαρχο παράγοντα απανθρωποποίησης της εργατικής τάξης. Ωστόσο, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα υποστηρίζοντας πως το εργοστασιακό σύστημα εξασφαλίζει ακόμη την απο-ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. Στο «Post-Scarity Anarchism», ο Μπούκτσιν υποστηρίζει πως το εργοστασιακό σύστημα λειτουργεί ως έδαφος εκπαίδευσης για την αστική κοινωνία και για την διδασκαλία των μπουρζουαδικών αξιών. Μέσα από την επιβολή του εργασιακού ήθους, την ιεραρχική οργάνωση διοίκησης, και τις απαιτήσεις για υπακοή, το εργοστασιακό σύστημα χρησιμεύει στην κατήχηση των εργατών ως υπερασπιστών του καπιταλισμού.

Ο Μπούκτσιν δηλώνει πως, σε μια θλιβερή παρωδία της Μαρξιστικής οπτικής, το «εργοστάσιο δεν χρησιμεύει μόνο στο να “πειθαρχεί”, να “ενώνει” και να “οργανώνει” τους εργάτες, αλλά ακόμη και για τους ενσωματώνει μέσα σε έναν επιμελή αστικό τρόπο διαμόρφωσης». Αυτό οδηγεί τον Μπούκτσιν στο να υποστηρίξει αλλού πως οι σοσιαλιστικοί, αναρχικοί ή συνδικαλιστικοί αγώνες που εστιάζονται στο εργοστάσιο δίνουν «κοινωνική και ψυχολογική προτεραιότητα στον εργαζόμενο ως καθαυτό εργάτη, όπου αυτός ή αυτή ενσωματώνεται στον καπιταλισμό και πλέον απαξιώνεται ως ανθρώπινο ον στον χώρο εργασίας». (Το ότι ο Μπούκτσιν βλέπει τους εργαζόμενους μόνο σε σχέση με το «εργοστασιακό σύστημα» είναι άλλη μία σοβαρή προβληματική που δεν θα αναλύσω εδώ.)

BgCAmLjIQAEXM_P

Για τον Μπούκτσιν η μόνη απάντηση είναι να αφήσουμε τους χώρους εργασίας και να στραφούμε αποκλειστικά σε αγώνες εντός της «κοινότητας», σαν να υπάρχουν κοινότητες χωρίς εργασιακούς χώρους ή τάξεις. Υπό την οπτική του Μπούκτσιν οι κοινότητες είναι με κάποιον τρόπο διαχωρισμένες από τις ταξικές θέσεις αυτών που ζουν σε αυτές. Υποστηρίζει πως οι εργαζόμενοι που είναι τόσο κακομεταχειριζόμενοι στους χώρους εργασίας είναι σε θέση να αποβάλουν αυτές τις εμπειρίες και να γίνουν διαφορετικοί άνθρωποι μέσα στις κοινότητές τους. «Η ανθρώπινη εστίασή τους είναι στην κοινότητα που ζουν, όχι στο εργοστάσιο που δουλεύουν» (Bookchin, 1987: 191). Κατά την ανάλυση του Μπούκτσιν, όπως στην φιλελεύθερη θεωρία, «η πιο ισχυρή μορφή συλλογικής οργάνωσης στον σύγχρονο καπιταλισμό, η σύγχρονη επιχείριση των αγορών, απογυμνώνεται από την κοινοτική της κατάσταση» (Bowles and Gintis, 1987: 16).

Αυτή η άποψη οδηγεί τον Μπούκτσιν (1987˙ 1997) να επιμείνει πως οι προσπάθειες των αναρχοκομμουνιστών ή των αναρχοσυνδικαλιστών που οργανώνονται ανάμεσα στους εργαζόμενους, ειδικά αν το κάνουν στην εργασία τους, δυναμώνουν μόνο τα στοιχεία των εργαζόμενων, ως κοινωνικών όντων, που πρέπει να ξεπεραστούν αν πρόκειται να συμβεί ένας ριζοσπαστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Υποστηρίζει έτσι, πως η εργασία χρησιμεύει μόνο για αποσπά από τις ενδεχόμενες ευεργετικές αναπτύξεις της συνείδησης, που αυτός περιμένει πως θα προκύψουν από τις δραστηριότητες εντός της κοινότητας.

Ενώ εκτιμώ τις ιδέες του Μπούκτσιν (σίγουρα οι πρωτοβουλίες στην κοινότητα είναι σημαντικές) όπου βεβαίως πρέπει να ξεπεραστεί η αυστηρή πειθάρχηση των εργασιακών χώρων, παραμένουν δυσκολίες που πρέπει να συζητηθούν περαιτέρω. Πρώτον, αν οι εργαζόμενοι πρόκειται να ξεπεράσουν τον αποξενωτικό ταξικό χαρακτήρα τους, μετά πρέπει σε κάποιο βαθμό να συγκρουστούν με την αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ της αναπτυσσόμενης κοινοτικής συνείδησης και την υλική σκλαβιά και απαναθρωποποίηση που βιώνουν στο χώρο εργασίας τους. Αντί να μένει απλώς πίσω, ή να αγνοείται, η εργασία καθαυτή είναι μια, ζωτικής σημασίας, αρένα για αγώνα.

Η συγκρότηση νέων ταυτοτήτων ως εκφραστικά ανθρώπινα όντα που υπερβαίνουν τις αλλοτριωμένες ταξικές ταυτότητες συνεπάγεται έναν επιτυχημένο αγώνα πάνω από τις ίδιες τις δομές της κυριαρχίας, του αυστηρού ελέγχου, της ιεραρχίας και της πειθαρχίας που ενυπάρχουν με συγκεκριμένο τρόπο στους εργασιακούς χώρους. Κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει πως ο χώρος εργασίας θα μαραθεί με την άνθηση μιας νέας ταυτότητας. Πιο πιθανό να είναι αδύνατη να αναπτυχθεί πλήρως η ανθρώπινη εκφραστικότητα για την οποία μιλά ο Μπούκτσιν (1986), δεδομένης της συνεχιζόμενης ύπαρξης του σημαντικού αυτού πλέγματος καπιταλιστικής εξουσίας, κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.

Οι επικλήσεις στην ανθρωπινότητα, την συνείδηση και την προσωπικότητα δεν μπορούν να γίνουν με μια αφαίρεση από τις πραγματικές υλικές συνθήκες οι οποίες περιορίζουν και παραμορφώνουν την ανθρωπινότητα, συνείδηση και προσωπικότητα των ανθρώπων. Ενώ οι αγώνες στο επίπεδο του εργασιακού χώρου δεν θα πρέπει να ανυψώνονται ως το μοναδικό πεδίο μετασχηματισμού, την ίδια στιγμή δεν είναι σωστή η εγκατάλειψη όλων αυτών των αγώνων. Οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσα από τη δράση. Παρομοίως, δεν είναι αρκετό να απορρίψουμε ή να αγνοήσουμε τις ταυτότητες των ανθρώπων ως εργατών. Αντίθετα οι πλήρεις συνέπειες της θέσης του υποκειμένου πρέπει να γίνουν κατανοητές μέσω των δραστηριοτήτων και μέσω των φωνών των ίδιων των εργατών.

Αντί να επιχειρηματολογούμε υπέρ ή κατά του εργασιακού χώρου ως αντίθετου στην κοινότητα, πρέπει να προχωρήσουμε προς μια διεξοδικότερη ανάλυση της έκτασης αυτής της σύμπλευσης που διεξάγεται εντός και των δύο «πλευρών». Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως κάθε σφαίρα εμπειρίας και δράσης είναι ένα σημαντικό πεδίο για μετασχηματισμό και αγώνα. Το ότι ο εργασιακός χώρος πρέπει να ξεπεραστεί και να αναπτυχθεί η κοινότητα, ή ακόμη να αποκατασταθεί, δεν διαγράφει το γεγονός ότι η διαδικασία μέσω της οποίας μπορεί το καθένα να πραγματοποιηθεί δεν θα επιτρέψει την υποχώρηση στο ένα και τη ρομαντική ενασχόληση στο άλλο. Η ανάπτυξη της κοινότητας πρέπει να γίνει η διάλυση του εργοστασιακού συστήματος και ότι αυτό περιλαμβάνει.

Όταν προσπαθούμε να κάνουμε πλήρως κατανοητούς τους ταξικούς αγώνες, αξίζει να θυμόμαστε πως τέτοιοι αγώνες δεν ξεκινούν ούτε και τελειώνουν στο επίπεδο της παραγωγής. Όπως έχει επισημάνει ο ίδιος ο Μπούκτσιν (1986), χωρίς την κατανόηση των ταξικών επιπτώσεων, «μπορεί να προκύψουν από τη φτώχεια των άνεργων ή των μη δυνάμενων για εργασία, πολλοί απ’ τους οποίους δεν έχουν δουλέψει ούτε μια μέρα στη βιομηχανία». Ομοίως, η ταξική πάλη ενέχει μια εξαιρετικά κρίσιμη ιδεολογική διάσταση η οποία εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τις περιορισμένες έννοιες «ταξικής συνείδησης» ή «εποικοδομήματος». Είναι μια ιδεολογική ανάπτυξη που προκύπτει θεμελιωδώς από τις ποικίλες δραστηριότητες των ανθρώπων, σε μια κοινωνία που διέπεται από τις προσταγές της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ο Μπούκτσιν αντιτίθεται σ’ αυτό όταν αναγνωρίζει πως ο ταξικός αγώνας «μπορεί να προκύψει από μια νέα αίσθηση της πιθανότητας για την τάση που αργά-αργά θα διατρέχει την κοινωνία μεταξύ του “τι είναι” και του “τι θα μπορούσε να είναι”». Αυτή η τάση είναι ακριβώς η αντίφαση που οι αγωνιζόμενοι εργάτες βιώνουν μεταξύ των επιθυμιών για αυτοκαθορισμό και των ορίων του εργασιακού χώρου.

BX21_OWIIAAZAzB

Εξίσου ουσιαστικά, μια τέτοια κατανόηση μπορεί να εμπνεύσει αγώνες πάνω στην τάξη με ριζοσπαστικά νέες θεάσεις του τεράστιου εδάφους από το οποίο μπορεί να αναπτυχθεί η κοινωνική αλλαγή. Μια βαθύτερη κατανόηση της ταξικής πάλης καταπιάνεται με εκφράσεις των ηθικών και πολιτιστικών εξεγέρσεων που μπορεί να προκύψουν, μαζί με τις οικονομικές εξεγέρσεις. Από αυτή την επίγνωση μπορεί να προκύψει η πιθανότητα για μια οικολογική κατανόηση της ταξικής κοινωνίας και μια ταξική ανάλυση της οικολογικής κοινωνίας.

Ασφαλώς οι ιστορικοί αναρχοσυνδικαλιστικοί και αναρχοκομμουνιστικοί αγώνες έχουν εκθέσει αυτή την συνειδητή επίγνωση πως ο ταξικός αγώνας συνεπάγεται πως οι περισσότερες μάχες πάνω σε οικονομικά ζητήματα διεξάγονται στους χώρους εργασίας. Οι ταξικοί αγώνες που πραγματοποιήθηκαν έχουν ασχοληθεί με τις ευρύτερες εκφράσεις της κυριαρχίας και του ελέγχου, που συγκροτούνται μαζί με την ανελέητη ιδιωτική ιδιοκτησία στα οικοσυστήματα του πλανήτη, και τις τεράστιες δυνατότητες για ελευθερία που εμπεριέχονται σ’ αυτούς.

Πράσινος Συνδικαλισμός: Μια Εναλλακτική στην Κοινωνική Οικολογία

Ως διόρθωση σε απομακρυσμένους από την τάξη αναρχικούς, νέα κοινωνικά κινήματα και «ριζοσπαστική» σκέψη, κάποιοι ακτιβιστές προσπάθησαν πρόσφατα να μάθουν από τα διδάγματα της ιστορίας των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Industrial Workers of the World, IWW ή “Wobblies”). Η τελευταία οργανώτρια του Earth First, Judi Bari, χρησιμοποίησε τη γνώση της πάνω στην οργανωτική δουλειά των IWW για να βοηθήσει στο χτίσιμο μιας συμμαχίας μεταξύ των εργατών ξυλείας και των ριζοσπαστών περιβαλοντιστών στα ερυθρόδεντρα δάση της Βόρειας Καλιφόρνια. Δείχνοντας πως μια ριζοσπαστική προοπτική της εργατικής τάξης μπορεί ακόμη να περιέχει την ριζοσπαστική οικολογική προοπτική, η Μπάρι συνέβαλε πολύ σε μια βαθύτερη κατανόηση των γενεσιουργών αιτίων της οικολογικής καταστροφής και της καταστροφής των κοινοτήτων υλοτομίας. Επιπλέον, οι προσπάθειές της στη Βόρεια Καλιφόρνια περιέχουν μια αιχμηρή και ζωντανή κριτική της κοινής προσέγγισης μεταξύ των περιβαλλοντιστών (βλ. Foreman 1991˙ Μπούκτσιν 1980, 1986, 1987) πως οι προσεγγίσεις της ταξικής ανάλυσης και της ταξικής πάλης έχουν λίγα να προσφέρουν στην προσπάθεια για την υλοποίηση μιας οικολογικής κοινωνίας.

Αυτή η προσέγγιση έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη της συνδικαλιστικής πρακτικής πλαισιωμένης από τη ριζοσπαστική οικολογία, έναν «πράσινο συνδικαλισμό». Οι πράσινοι συνδικαλιστές έχουν καταλάβει πως οι εργασιακοί αγώνες και οι οικολογικοί αγώνες δεν είναι διαχωρισμένοι (βλ. Bari 2001˙ Purchase 1994, 1997). Εντός του πράσινου συνδικαλισμού, αυτή η παραδοχή της σύνδεσης μεταξύ των ιστορικών ριζοσπαστικών κινημάτων, συμπεριλαμβάνοντας εργασία και οικολογία, έχει μεγάλη σημασία. Αυτές οι πράσινες συνδικαλιστικές προοπτικές είναι σημαντικές στην υπενθύμιση (ή την ενημέρωση) οικολογικών ακτιβιστών και εργαζομένων πως υπάρχει ριζοσπαστική ιστορία της εργατικής τάξης πέρα από τις ιστορίες συμβιβασμού που απασχολούν τη σκέψη του Μπούκτσιν. «Ιστορικά, ήταν οι IWW που έσπασαν την ασφυκτική πίεση των βαρόνων ξυλείας στους υλοτόμους και τους εργάτες των μύλων, στους έφηβους δεκαεννιάριδες» (Bari 1994: 18). Είναι ακριβώς αυτός ο ασφυκτικός κλοιός που προσπαθούν σήμερα να σπάσουν οι οικολόγοι. «Τώρα οι εταιρίες έχουν τον πλήρη έλεγχο, μόνο που αυτή τη φορά δεν θα καταστρέψουν μόνο τους εργάτες, αλλά και την ίδια τη Γη. Αυτή είναι για μένα η πραγματική σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των IWW-Earth First!» (Bari, 1994: 18). Στην εργασία της, η Bari σφυρηλάτησε πραγματικές διασυνδέσεις μεταξύ των βασανισμένων εργατών ξυλείας και της οικολογικής καταστροφής του σήμερα. Η ιστορία των εργατικών αγώνων γίνεται μέρος της ιστορίας της οικολογίας.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι πράσινοι συνδικαλιστές απορρίπτουν τις παραγωγίστικες προϋποθέσεις των «παλαιού τύπου» Μαρξιστών που συχνά βλέπουν ζητήματα όπως το οικολογικό ως εξωτερικά από τα ζητήματα της παραγωγής, που αποσπούν την προσοχή από το καθήκον της οργάνωσης των εργατών μέσα στο χώρο παραγωγής. Εντός των πράσινων συνδικαλιστικών οπτικών, οι οικολογικές υποθέσεις δεν μπορούν να διαχωριστούν ορθώς από τα ζητήματα της παραγωγής ή της οικονομίας. Αντί να παρουσιάζει «διαφορετικούς κόσμους», η φύση, οι παραγωγοί ή οι χώροι παραγωγής γίνονται κατανοητά ως ατελείωτα αμφισβητήσιμα χαρακτηριστικά σε ένα συνεχώς μετατοπιζόμενο έδαφος. Επιπλέον αυτές οι αμφισβητήσεις, τόσο πάνω στην υλικότητα όσο και στα νοήματα, αντιφάσκουν με αντιλήψεις περί ενιαίων και μονοδιάστατων απαντήσεων. Οι πράσινοι συνδικαλιστές αντιθέτως τονίζουν την αμοιβαιότητα και την αλληλεπίδραση αυτών που εννοιολογικά παρουσιάζονταν ως διαχωρισμένη φύση, κουλτούρα, εργάτες (βλ. Bari, 2001).

BaqUpgpCQAEtJ3n

Μέσω αυτής της διευρυμένης ανάλυσης των ταξικών αγώνων μπορεί κάποιος να φτάσει σε μια πιο συγκροτημένη κατανόηση της δυναμικής φύσης της σύγκρουσης. Δεν τοποθετείται πλέον ως μονόπλευρη ή προ-δεδομένη, γίνεται ξεκάθαρο πως οι αγώνες καθαυτοί οδηγούν στην εμφάνιση εντελώς νέων θεμάτων και απαιτήσεων όπως η ποιότητα της εργασίας και η οικολογία. Οι πράσινοι συνδικαλιστές επιμένουν πως η αντιμετώπιση της οικολογικής καταστροφής εξαρτάται από την κοινή ανάληψη ευθυνών για την ανάπτυξη ευχάριστων τρόπων ζωής στην οποία οι σχέσεις συγγένειας, τόσο ως προς το δικό μας όσο και προς τα άλλα είδη, είναι προς καλλιέργεια (Bari 2001). Οραματίζονται, για παράδειγμα, μια ένωση εργαζομένων προσηλωμένη στην αποτίναξη του εργοστασιακού συστήματος, της πειθαρχίας της εργασίας, των ιεραρχιών και του αυστηρού ελέγχου˙ όλων όσων προσδιορίζει ο Μπούκτσιν (Kaufmann and Ditz, 1992; Purchase, 1994; 1997b). Αυτό συνεπάγεται μια πραγματική διάλυση μερικών εργοστασίων και τη μετατροπή τους σε πιο «ελαφρές» μορφές μικρής, τοπικής παραγωγής. Αυτές οι μεταβαλλόμενες προτεραιότητες εκφράζουν το νεωτερισμό του πράσινου συνδικαλισμού – δεν είναι η συζήτηση της βιομηχανικής διαχείρισης που παρουσιάζουν οι καρικατούρες των επικριτών του.

Εντός του πράσινου συνδικαλισμού μπορεί κάποιος να δει απόδειξη οπτικών του «deep green (βαθύ πράσινου)» που εκφράζουν νέες οπτικές των σχέσεων μεταξύ των βιομηχανικών εργατών και της ριζοσπαστικής οικολογίας. Οι πράσινες συνδικαλιστικές προοπτικές υποδηλώνουν κάποια δοκιμαστική σύνθεση. Η έμφαση παραμένει στην δυνατότητα.

Συμπέρασμα

Στο «Remaking Society» (1989) ο Μπούκτσιν καταλήγει πως «οι βάσεις για τα αντικρουόμενα συμφέροντα στην κοινωνία πρέπει από μόνες τους να αντιμετωπίζονται και να λύνονται με επαναστατικό τρόπο. Η Γη δεν μπορεί πλέον να είναι ιδιόκτητη˙ πρέπει να μοιραστεί.» Αυτές οι δηλώσεις αντιπροσωπεύουν πραγματικά καίριες πτυχές μιας ριζοσπαστικής οπτικής για μια οικολογική κοινωνία. Το περίπλοκο είναι πως ο Μπούκτσιν δεν συνάγει τα αναγκαία συμπεράσματα εκτός των δικών του ριζοσπαστικών συμπερασμάτων. Τα ζητήματα της ιδιοκτησίας και του ελέγχου της Γης δεν είναι τίποτα παρά ζητήματα ταξικά.

Όσο οι συγκρούσεις πάνω στη φύση βαθαίνουν και η κλοπή εκπροσωπούμενη από την ιδιοκτησία γίνεται από-νομιμοποιημένη από την περαιτέρω καταστροφή των οίκο-κοινοτήτων, υπάρχει το ενδεχόμενο για μεγαλύτερες κινητοποιήσεις των ανθρώπων ως εργαζομένων σε έναν ποικιλόμορφο μα ενωμένο αγώνα για κοινοτιστική ανασυγκρότηση. Είναι από μια άποψη της ενοποιημένης ποικιλομορφίας (κοινωνικά και οικολογικά) που μια νέα, πλουσιότερη κατανόηση της τάξης και της ταξικής πάλης πρέπει να ξεκινήσει. Μέσω ανοιχτής επικοινωνίας και συνεργασίας, οι εργάτες ως οικολόγοι (και απαραίτητα οι οικολόγοι ως εργάτες) θα προχωρήσουν σε αυτή τη βαθύτερη κατανόηση της ταξικής πάλης.

Πηγή

Αναφορές στο πρωτότυπο:

Bari, Judi. 1994. Timber Wars; Monroe: Common Courage

— . 2001. “Revolutionary Ecology: Biocentrism and Deep Ecology.” Hodge Podge. 7: 35–38

Bookchin, Murray. 1980. Toward an Ecological Society; Montreal: Black Rose Books

— . 1986. Post-Scarcity Anarchism; Montreal: Black Rose Books

— . 1987. The Modern Crisis; Montreal: Black Rose Books

— . 1990. The Philosophy of Social Ecology; Montreal: Black Rose Books

— . 1997. “Deep Ecology, Anarchosyndicalism, and the Future of Anarchist Thought.” In Deep Ecology and Anarchism: A Polemic; edited by Freedom Press. London: Freedom Press, 47–58

Bourdieu, Pierre. 1987. “What Makes a Social Class? On the Theoretical and Practical Existence of Groups.” Berkeley Journal of Sociology. 32: 1–18

Bowles, Samuel and Herbert Gintis. 1987. Democracy and Capitalism; New York: Basic Books

Eckersley, Robyn. 1989. “Green Politics and the New Class: Selfishness or Virtue.” Political Studies. 37(2): 205–23

Foreman, Dave. 1991. Confessions of an Eco-Warrior; New York: Harmony Books

Laclau, Ernesto and Chantal Mouffe. 1985. Hegemony and Socialist Strategy; London: Verso

Purchase, Graham. 1994. Anarchism and Environmental Survival; Tucson: See Sharp Press

— . 1997a. Anarchism and Ecology; Montreal: Black Rose Books

— . 1997b. “Social Ecology, Anarchism and Trades Unionism.” In Deep Ecology and Anarchism: A Polemic; edited by Freedom Press. London: Freedom Press, 23–35

 

Leave a comment

Your email address will not be published. Required fields are marked *