του Ντέιβιντ Γκράμπερ
Το έτος 1930 ο John Maynard Keynes (Κέυνς) προέβλεψε πως στο τέλος του αιώνα η τεχνολογία θα είχε προχωρήσει αρκετά, έτσι ώστε σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι Η.Π.Α, οι ώρες εργασίας θα μειωνόταν για όλους στις 15 την εβδομάδα. Υπάρχει κάθε λόγος να πιστέψει κανείς πως είχε δίκιο. Με όρους τεχνολογίας, είμαστε αρκετά ικανοί έτσι ώστε να φέρουμε εις πέρας αυτό το στόχο. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη ποτέ μέχρι και τις μέρες μας. Αντιθέτως, η τεχνολογία ορθώνεται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να εφευρίσκονται τρόποι για να δουλεύουμε όλοι μας περισσότερο. Για να επιτευχθεί ο σκοπός της ανούσιας εργασίας, φυσικά, θα έπρεπε να δημιουργηθούν νέοι τομείς, οι οποίοι λειτουργικά είναι ασήμαντοι. Τεράστια πλήθη ανθρώπων, λοιπόν, κυρίως σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ξοδεύουν ολόκληρη την εργασιακή τους ζωή πραγματοποιώντας ανατεθειμένες εργασίες που υπογείως κατανοούν πως είναι κυριολεκτικά άχρηστες. Η ηθική και πνευματική ζημία, προερχόμενη από αυτή την κατάσταση είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Στην ουσία αυτή η κατάσταση αποτελεί μια μαχαιριά στην συλλογική νόηση. Ωστόσο, σχεδόν κανείς δε μιλά για αυτό.
Για ποιο λόγο όμως αυτή η ουτοπία που υποσχέθηκε ο Κέυνς (την οποία η κοινωνία περιμένει ακόμη από την δεκαετία του 1960) δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ; Ο κύριος αντίλογος αυτού, σήμερα, είναι πως ο Κέυνς εκείνη την εποχή, δεν υπολόγισε την μαζική αύξηση της τρέλας μας για καταναλωτισμό. Έχοντας μπροστά μας να επιλέξουμε ανάμεσα σε λιγότερες ώρες δουλειάς ή περισσότερων υλικών αποκτημάτων και απολαύσεων, συλλογικά επιλέξαμε το δεύτερο. Αυτό θα ‘ταν και ένα ωραίο μάθημα ηθικής για τις επόμενες γενιές, αλλά έχουν πράγματι ακριβώς έτσι τα πράγματα; Ναι, έχουμε παρακολουθήσει ανά τα χρόνια τη δημιουργία ατελείωτων νέων μη κλασικών θέσεων εργασίας από την δεκαετία του 1920 και έπειτα, αλλά μόνο μερικές από αυτές έχουν κυριολεκτικά να κάνουν με την παροχή, στην παγκόσμια αγορά, περίπλοκων ίσως και άχρηστων τις περισσότερες φορές, υλικών αποκτημάτων.
Τι είναι λοιπόν όλες αυτές οι νέες δουλειές που προέκυψαν; Μία πρόσφατη έρευνα η οποία συγκρίνει το εργατικό δυναμικό των Η.Π.Α μεταξύ 1910 και 2000 μας δίνει μια ξεκάθαρη εικόνα (και διακρίνω λίγο πολύ να αντανακλάται και στο Η.Β). Κατά το πέρασμα του τελευταίου αιώνα, ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται ως οικιακοί βοηθοί, στη βιομηχανία και την αγροτική παραγωγή μειώθηκε δραματικά. Την ίδια στιγμή όμως, οι εργαζόμενοι στους τομείς παροχής υπηρεσιών, πωλήσεων κλπ τριπλασιάστηκαν. Με άλλα λόγια λοιπόν οι παραγωγικές θέσεις εργασίας όπως και είχε προβλεφθεί αυτοματοποιήθηκαν, άρα και μειώθηκαν (ακόμη και αν συνυπολογίσουμε την βιομηχανική εργατική τάξη σε Ινδία και Κίνα, ο αριθμός αυτών δεν πλησιάζει καν το ποσοστό των εργατών προ βιομηχανικής επανάστασης).
Αλλά αντί να επιτραπεί μια μαζική μείωση των εργατοωρών για να είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι να ακολουθήσουν τα δικά τους σχέδια, οράματα και ιδέες, βλέπουμε την ραγδαία ανάπτυξη όχι του τομέα «υπηρεσιών» αλλά του διοικητικού τομέα, ακόμα και τη δημιουργία εντελώς νέων βιομηχανιών όπως οι οικονομικές υπηρεσίες ή το τηλεμάρκετινγκ ή την πρωτοφανή επέκταση τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, την ακαδημαϊκή διοίκηση, την διοίκηση υγείας και των ανθρώπινων πόρων και τις δημόσιες σχέσεις. Και αυτά τα νούμερα ούτε καν αντικατοπτρίζουν όλους εκείνους τους ανθρώπους που δουλειά τους είναι να παρέχουν διοικητική, τεχνική ή υποστήριξη που άφορα την ασφάλεια για αυτές τις βιομηχανίες, ή ακόμη και ολόκληρη τη σειρά από βοηθητικές βιομηχανίες (πλυντήρια σκύλων, διανομέων πίτσας που δουλεύουν όλο το βράδυ) που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή όλοι οι άλλοι περνάνε μεγάλο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας στις υπόλοιπες δουλειές.
Αυτές είναι οι δουλειές που προτείνω να ονομαστούν «σκατοδουλειές»
Είναι σαν κάποιος να εφηύρε ένα σωρό άσκοπες θέσεις εργασίας για να μας κάνει απλά να συνεχίσουμε να δουλεύουμε. Και εδώ, ακριβώς, βρίσκεται το μυστήριο. Στον καπιταλισμό, ακριβώς αυτό είναι που υποτίθεται δεν πρέπει να συμβεί. Σίγουρα, στα παλιά αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη όπως στη Σοβιετική Ένωση, όπου η εργασία θεωρούνταν τόσο δικαίωμα, όσο και ιερό καθήκον, το σύστημα εφηύρε όσες δουλειές χρειαζόταν (για αυτό στα Σοβιετικά μαγαζιά χρειάζονταν 3 υπάλληλοι για να πουλήσουν ένα κομμάτι κρέατος). Αλλά, φυσικά, αυτό το ιδιαίτερο πρόβλημα υποτίθεται ότι θα έλυνε η ανταγωνιστική αγορά. Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, τουλάχιστον, το τελευταίο πράγμα που μια κερδοσκοπική εταιρία θα έκανε ήταν να σπαταλήσει χρήματα σε εργάτες που δεν θα χρειάζονταν να τους απασχολεί. Παρ’ όλα αυτά, κάπως, αυτό συμβαίνει.
Ενόσω οι εταιρείες μπορεί να εμπλέκονται σε αδίστακτες μειώσεις προσωπικού, οι απολύσεις και οι αυξήσεις των ωρών εργασίας μονίμως πέφτουν σε αυτή την τάξη των ανθρώπων που πράγματι φτιάχνουν, κινούν, επιδιορθώνουν και συντηρούν πράγματα˙ μέσω μιας περίεργης αλχημείας που κανείς δεν μπορεί ακριβώς να εξηγήσει, ο αριθμός των χαρτογιακάδων τελικά φαίνεται να αυξάνεται και όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι , σε αντίθεση με τους Σοβιετικούς εργάτες, βρίσκονται να δουλεύουν 40 ή και 50 ώρες στα χαρτιά, αλλά στην πραγματικότητα δουλεύουν 15 ώρες όπως προέβλεψε και ο Κέυνς, από τη στιγμή που τον υπόλοιπο χρόνο τους τον ξοδεύουν οργανώνοντας ή παρακολουθώντας σεμινάρια για να βρούνε κίνητρο, ενημερώνοντας τα προφίλ τους στο facebook ή κατεβάζοντας ταινίες.
Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι ηθική και πολιτική. Η κυρίαρχη τάξη κατάλαβε ότι ένας χαρούμενος και παραγωγικός πληθυσμός με ελεύθερο χρόνο στη διάθεση του είναι θανάσιμος κίνδυνος (σκεφτείτε τι ξεκίνησε να συμβαίνει όταν αυτό ακόμα ξεκινούσε, περίπου στη δεκαετία του 60). Από την άλλη πλευρά, η αίσθηση ότι η εργασία καθεαυτή έχει ηθική αξία, και πως οποιοσδήποτε δεν είναι πρόθυμος να υποκύψει σε οποιαδήποτε μορφή έντονης εργασιακής πειθαρχίας, για τις περισσότερες ώρες που βρίσκεται ξύπνιος, δεν δικαιούται τίποτα, είναι εξαιρετικά βολικό για αυτούς.
Κάποτε, όταν συλλογιζόμουνα την φαινομενικά ατελείωτη ανάπτυξη των διοικητικών υποχρεώσεων στα Βρετανικά ακαδημαϊκά τμήματα, βρέθηκα μπροστά σε μια πιθανή όψη της κόλασης. Κόλαση είναι μια συλλογή από άτομα που ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δουλεύοντας σε ένα έργο που δεν τους αρέσει και που δεν είναι και ιδιαίτερα καλοί. Υποθέστε ότι προσλήφθηκαν γιατί ήταν εξαίρετοι επιπλοποιοί, και στη συνέχεια ανακάλυψαν ότι αναμένεται να περάσουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους τηγανίζοντας ψάρια. Ούτε το έργο δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να γίνει – τουλάχιστον, υπάρχει ένας πολύ περιορισμένος αριθμός ψαριών που χρειάζεται να ψηθεί. Αλλά, με κάποιο τρόπο, όλοι κατακλύζονται από δυσαρέσκεια στη σκέψη ότι κάποιοι από τους συναδέλφους τους μπορεί να ξοδεύουν περισσότερο χρόνο φτιάχνοντας έπιπλα, παρά κάνοντας το δικό τους μερίδιο στο ψήσιμο ψαριών, που μετά από λίγο καιρό συσσωρεύονται ατελείωτες στοίβες με άχρηστα κακοψημένα ψάρια σε όλο το μαγαζί και αυτό είναι το μόνο πράγμα που κάνει ο οποιοσδήποτε.
Νομίζω πως αυτή, στην πραγματικότητα, είναι μια αρκετά ακριβής περιγραφή της ηθικής δυναμικής της οικονομίας μας.
*
Τώρα συνειδητοποιώ ότι οποιοδήποτε επιχείρημα αυτού του είδους θα εγείρει άμεσες αντιδράσεις : «Ποιος είσαι εσύ που θα κρίνει ποιες δουλειές είναι ‘απαραίτητες’; Τι είναι απαραίτητο τέλος πάντων; Είσαι ένας καθηγητής ανθρωπολογίας, ποια είναι η ‘αναγκαιότητα’ αυτού;» (Και όντως πολύ από αυτούς που διαβάζουν καθεστωτικές εφημερίδες θα εκλάμβαναν την ύπαρξη της δουλειάς μου ως τον ορισμό της σπατάλης κοινωνικής δαπάνης.) Και ως ένα σημείο, αυτό είναι προφανώς αλήθεια. Δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο μέτρησης της κοινωνικής αξίας.
Δεν θα τολμούσα να πω σε κάποιον που είναι πεπεισμένος πως συνεισφέρει κάτι χρήσιμο στον κόσμο ότι, στην πραγματικότητα, δεν το κάνει. Αλλά τι γίνεται με τους ανθρώπους που είναι πεπεισμένοι ότι οι δουλειές τους είναι ανούσιες; Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που ήρθα σε επαφή με έναν σχολικό μου φίλο που είχα να τον δω από όταν ήμουνα δώδεκα χρονών. Προς έκπληξη μου ανακάλυψα ότι σε αυτό το διάστημα είχε γίνει πρώτα ποιητής και έπειτα τραγουδιστής σε μία εναλλακτική ροκ μπάντα. Είχα ακούσει κάποια απ’ τα τραγούδια του στο ραδιόφωνο, χωρίς να ξέρω ότι ο τραγουδιστής ήταν κάποιος που γνώριζα. Προφανώς ήταν έξυπνος, καινοτόμος και η δουλειά του είχε αναμφισβήτητα φωτίσει και βελτιώσει τις ζωές ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο , μετά από μερικά ανεπιτυχή άλμπουμ, έχασε το συμβόλαιο του και καθώς ήταν πνιγμένος από τα χρέη και με μια νεογέννητη κόρη, κατέληξε, όπως το έθεσε, «παίρνοντας τον προεπιλεγμένο δρόμο του λαού που δεν έχει στόχους: τη νομική». Τώρα είναι ένας εταιρικός δικηγόρος που εργάζεται σε μία εταιρία στη Νέα Υόρκη. Ήταν ο πρώτος που παραδέχτηκε ότι η δουλειά του ήταν εντελώς ανούσια, δεν συνείσφερε τίποτα στον κόσμο, και κατά τη δική του εκτίμηση δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
Υπάρχουν πολλές ερωτήσεις που κάποιος μπορεί να θέσει εδώ˙ ξεκινώντας με το τι φανερώνει για την κοινωνία μας το γεγονός ότι δημιουργεί μία πολύ περιορισμένη ζήτηση για ταλαντούχους ποιητές-μουσικούς, αλλά μια φαινομενικά απέραντη ζήτηση για ειδικούς στους εταιρικούς νόμους; (Απάντηση: εάν το 1% του πληθυσμού ελέγχει την πλειονότητα του διαθέσιμου πλούτου, αυτό που αποκαλούμε “αγορά” αντικατοπτρίζει αυτό που εκείνοι θεωρούν χρήσιμο ή σημαντικό, όχι αυτό που θεωρεί ο υπόλοιπος πληθυσμός.) Ακόμη περισσότερο, μας δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σε αυτές τις δουλειές εν τέλει το γνωρίζουν. Στην πραγματικότητα, δεν θυμάμαι να έχω γνωρίσει κάποιον εταιρικό δικηγόρο που να μη θεωρεί τη δουλειά του μαλακία. Το ίδιο ισχύει και για σχεδόν όλες τις βιομηχανίες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχει μία ολόκληρη τάξη έμμισθων ειδικών, που αν τους γνωρίσεις σε κάποιο πάρτι και παραδεχτείς ότι κάνεις κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφέρον (ένας ανθρωπολόγος, για παράδειγμα), θα θέλουν να αποφύγουν ακόμη και να συζητήσουν τη δικιά τους γραμμή εργασίας. Δώστους μερικά ποτά, και θα αρχίσουν να κράζουν για το πόσο πραγματικά ανούσιες και ηλίθιες είναι οι δουλειές τους.
Αυτό είναι μια ολοφάνερη ψυχολογική βία. Πως μπορεί κάποιος ακόμα και να μιλήσει για αξιοπρέπεια στη δουλεία του όταν νιώθει κρυφά ότι αυτή δεν θα έπρεπε να υπάρχει; Πως μπορεί αυτό να μην δημιουργήσει μία αίσθηση βαθιάς οργής και δυσαρέσκειας. Ωστόσο η ιδιόρρυθμη ευφυΐα της κοινωνίας μας είναι ότι οι κυβερνήτες της έχουν βρει έναν τρόπο, όπως στην περίπτωση αυτών που ψήνουν ψάρια, να διασφαλίσουν ότι αυτή η οργή κατευθύνεται εναντίον αυτών που πραγματικά κάνουν μια δουλειά με νόημα. Για παράδειγμα, στη κοινωνία μας υπάρχει ένας γενικός κανόνας, ότι όσο πιο εμφανώς η δουλειά κάποιου ωφελεί άλλους ανθρώπους, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να πληρωθεί. Για ακόμα μια φορά, ένα αντικειμενικό κριτήριο μέτρησης είναι δύσκολο να βρεθεί, αλλά ένας εύκολος τρόπος για να πιάσεις το νόημα είναι να ρωτήσεις: τι θα γινόταν εάν ολόκληρη η τάξη αυτών των ανθρώπων απλά εξαφανιζόταν; Μπορείς να λες ότι θες για τις νοσοκόμες, τους σκουπιδιάρηδες ή τους μηχανικούς, αλλά είναι φανερό ότι αν ξαφνικά εξαφανίζονταν, τα αποτελέσματα θα ήταν άμεσα και καταστροφικά. Ένας κόσμος χωρίς καθηγητές ή λιμενεργάτες θα βρίσκονταν σύντομα με προβλήματα ή ακόμα και χωρίς συγγραφείς βιβλίων επιστημονικής φαντασίας ή μουσικούς της σκα θα ήταν ξεκάθαρα ένα υποβαθμισμένο μέρος. Δεν είναι τελείως ξεκάθαρο πως θα υπέφερε η ανθρωπότητα εάν εξαφανίζονταν όλοι οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι λομπίστες, οι δημοσιοσχετίστες, οι ασφαλιστές, οι πωλητές τηλεμάρκετινγκ, οι δικαστικοί κλητήρες ή οι νομικοί σύμβουλοι απλά. (Πολλοί υποπτεύονται ότι θα βελτιωνόταν σε σημαντικό βαθμό.) Τελικά, εκτός από μερικές πολύ προφανείς εξαιρέσεις (γιατροί), ο κανόνας ισχύει σε τεράστιο βαθμό.
Ακόμα πιο στρεβλά, υπάρχει μια ευρεία αίσθηση ότι έτσι θα έπρεπε να είναι τα πράγματα. Αυτό είναι μία από τις μυστικές δυνάμεις του δεξιού λαϊκισμού. Μπορείτε να το καταλάβετε από το ότι οι καθεστωτικές εφημερίδες δημιούργησαν μια απέχθεια εναντίον των εργαζομένων του μετρό γιατί παρέλυσαν το Λονδίνο εν μέσω διαμαχών για τα συμβόλαια τους: το γεγονός ότι οι εργάτες του μετρό μπορούν να παραλύσουν το Λονδίνο δείχνει ότι η δουλειά τους είναι απαραίτητη, αλλά αυτό ακριβώς είναι που ενοχλεί τους ανθρώπους. Είναι ακόμα πιο φανερό στις ΗΠΑ, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν τρομερή επιτυχία κινητοποιώντας τη δυσαρέσκεια τους εναντίον σχολικών καθηγητών ή εργατών της βιομηχανίας αυτοκινήτου (και όχι, αισθητά, εναντίον των διευθυντών των σχολείων ή των διευθυντών της αυτοκινητιστικής βιομηχανίας που προκαλούν πραγματικά τα προβλήματα) για τους υποτιθέμενα φουσκωμένους μισθούς και τα οφέλη τους. Είναι σαν να τους λένε «μα έχετε την ευκαιρία να διδάξετε σε παιδιά! Ή να φτιάξετε αυτοκίνητα! Έχετε την ευκαιρία να έχετε πραγματικές δουλειές! Και επιπροσθέτως έχετε το θράσος να προσδοκάτε μεσαίας τάξης συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη;»
Εάν κάποιος είχε σχεδιάσει ένα καθεστώς εργασίας που να ταιριάζει τέλεια στη διατήρηση του οικονομικού κεφαλαίου, είναι δύσκολο να δεις με ποιο τρόπο θα είχε κάνει καλύτερη δουλειά. Οι αληθινοί, παραγωγικοί εργάτες συνεχώς πιέζονται και τους εκμεταλλεύονται. Οι υπόλοιποι χωρίζονται στο τρομοκρατημένο στρώμα των, παγκοσμίως διασυρμένων, ανέργων και σε ένα μεγαλύτερο στρώμα, που βασικά πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα, σε θέσεις που σχεδιάστηκαν ώστε να τους κάνουν να ταυτίζονται με τις προοπτικές και τις ευαισθησίες της κυρίαρχης τάξης (διευθυντές, διαχειριστές κλπ.) – και ιδιαίτερα με τα οικονομικά είδωλα της κυρίαρχης τάξης – αλλά, συγχρόνως, περιθάλπουν μια υποβόσκουσα δυσαρέσκεια εναντίον οποιουδήποτε η δουλειά του έχει ξεκάθαρη και αναμφισβήτητη κοινωνική αξία. Σαφώς το σύστημα δεν σχεδιάστηκε συνειδητά. Αναδύθηκε από σχεδόν έναν αιώνα δοκιμασιών και λαθών. Αλλά είναι η μόνη εξήγηση γιατί, παρά τις τεχνολογικές μας δυνατότητες, δεν δουλεύουμε 3-4 ώρες τη μέρα.
Πηγή: http://news.infoshop.org/article.php?story=20130820174826479
______________________________________________________________
Το κείμενο έχει δημοσιευτεί και σε αριστερό blog, αλλά η παρούσα μετάφραση είναι καθαρά δική μας. Δεν έχουμε καμία σχέση με επαγγελματίες ή κομματικούς μεταφραστές και γι’ αυτό επιλέγουμε, παρ’ ότι έχει ήδη δημοσιευτεί, να τη δημοσιεύσουμε.
2 thoughts on “ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΣΚΑΤΟΔΟΥΛΕΙΩΝ”
το σύγχρονο φαινόμενο των
bullshit διανοούμενων
Ηανάλυση (εάν μπορεί κανείς να την χαρακτηρίσει έτσι) του David Graeber έζησε το δικό το διάσημο “πεντάλεπτο” στον παγκόσμιο κυβερνοχώρο – αναδημοσιεύτηκε ή σχολιάστηκε επίσης και σε χαρτί. Δεν γνωρίζουμε τις διεθνείς αντιδράσεις, ωστόσο στα μέρη μας αντιμετωπίστηκε με ευμενή έκπληξη: αποψάρα! Κανονικά θα έπρεπε να συμβεί το αντίθετο: μα τι λέει ο μαλάκας; Δεν σκοπεύουμε να υποτιμήσουμε τη νοημοσύνη του Graeber, συνεπώς του αποδίδουμε δόλο. Δυστυχώς δεν μπορούμε να κάνουμε το ίδιο για τη νοημοσύνη όσων διάβασαν ή αναδημοσίευσαν το συγκεκριμένο πόνημα, χωρίς να το καταγγείλουν.
Ο Graeber (υποτίθεται ότι) ενδιαφέρεται για την δραστική μείωση του χρόνου εργασίας· ή, τουλάχιστον, αυτός είναι ο εισαγωγικός του προσανατολισμός. Οπότε ξεκινάει με έναν ισχυρισμό το λιγότερο εξωφρενικό: εάν δεν έχουν μειωθεί οι ώρες εργασίας (λέει…) αυτό οφείλεται στο πλήθος των “παπαροδουλειών” που το σύστημα εφευρίσκει προκειμένου να μας κρατάει σκλαβωμένους. Η συσχέτιση του (γενικού ή του ειδικού) χρόνου εργασίας στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο με τον καταμερισμό εργασίας, και μάλιστα με την αξιολόγηση διαφόρων ειδών δουλειάς μέσα σ’ αυτόν τον καταμερισμό, δεν αποδεικνύεται ωστόσο. Ο Graeber δεν κάνει κανένα κόπο να αποδείξει οτιδήποτε επ’ αυτού. Αντίθετα, ξεδιπλώνει ένα μισο-παραληρηματικό σύνολο παρατηρήσεων, λίγων σωστών εκτιμήσεων και πάμπολων αυθαίρετων συνεπαγωγών (εάν μπορεί κανείς να τις θεωρήσει τέτοιες) για να καταλήξει εν είδει (μεταφυσικού) συμπεράσματος εκεί που ξεκίνησε: φταίνε οι παπαροδουλειές που δουλεύουμε πολύ… Κατόπιν αυτού η μόνη ελπίδα (εάν υπάρχει τέτοια…) είναι να εξαφανιστούν με κάποιον τρόπο “οι διαχειριστές κεφαλαίων, οι λομπίστες, οι ερευνητές δημόσιων σχέσεων, οι εκτιμητές, οι τηλεπωλητές, ή οι νομικοί σύμβουλοι”. Και όχι μόνον αυτοί.
Όμως αυτό το υποτιθέμενο σκεπτικό που ελίσσεται σα χέλι, βρωμάει απ’ το κεφάλι. Ποιός άραγε είναι αυτός που θα μείωνε τον χρόνο εργασίας; Η τεχνολογική ανάπτυξη σαν τέτοια; Ο καπιταλισμός ο ίδιος; Ο Graeber παριστάνει ότι δεν ξέρει. Αν και αμερικάνος (και μάλιστα κατά δήλωσή του “αναρχικός”) φαίνεται να αγνοεί και την απεργία στο Σικάγο, και την έκβασή της· και, επιπλέον, το γεγονός ότι μετά από εκείνη την απεργία η εργατική απαίτηση του ημερήσιου 8ωρου υιοθετήθηκε παγκόσμια απ’ τα συνδικάτα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να καθιερωθεί η 1η Μάη σαν παγκόσμια ημέρα απεργίας με στάνταρ αίτημα αυτό: το 8ωρο.
Μήπως άραγε η σταδιακή υποχώρηση των αφεντικών, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, και η σταδιακή καθιέρωση του 8ωρου από κράτος σε κράτος, είχε σχέση με την έλλειψη “παπαροδουλειών”; Ή μήπως είχε σχέση με αγώνες, συγκρούσεις, και την νικηφόρα επανάσταση των μπολσεβίκων; Κανένας σοβαρός αναρχικός δεν θα υποτιμούσε τους εργατικούς αγώνες και τις ένοπλες εργατικές επαναστάσεις που συντάραξαν την ευρώπη για χρόνια και σε ότι αφορά τις υποχωρήσεις των αφεντικών και τους μετασχηματισμούς που αναγκάστηκαν να κάνουν (και γρήγορα αξιοποίησαν) σε σχέση με τον χρόνο εργασίας. Κανένας σοβαρός αναρχικός δεν θα παπαρολογούσε επι θεμάτων ποτισμένων με αίμα. […]
…η συνέχεια στο έντυπο τεύχος του Sarajevo.
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_78/i78_p14_spirit2.html
http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_78/i78_p14_spirit2.html