Έξι χρόνια πριν την καταστροφή του Τσερνομπίλ, αρκετοί χιλιάδες άνθρωποι κατέλαβαν το εργοτάξιο μίας εγκατάστασης πυρηνικών αποβλήτων στα δάση της Δυτικής Γερμανίας. Σ’ αυτές τις μέρες είχαν χτίσει έναν αυτοσχέδιο καταυλισμό και έτρεχαν γενικές συνελεύσεις και διαδηλώσεις. Τοπικοί αγρότες δώριζαν φαγητό, το οποίο παρασκευαζόταν και μοιραζόταν συλλογικά και τοπικοί πολιτικοί και διασημότητες πήγαν να βγάλουν λόγους. Οι καταληψίες από την πλευρά τους αντιπροσώπευαν ένα ευρύ αντιπροσωπευτικό δείγμα των Δυτικών Γερμανών: περιβαλλοντολόγοι, κάτοικοι προαστίων, μαθητές, αριστεροί, συνταξιούχοι και τοπικοί αγρότες ενώθηκαν για να αποτρέψουν την κατασκευή της εγκατάστασης αποθήκευσης αποβλήτων. Έχτισαν ξύλινα παρατηρητήρια, τοίχους, κοινόχρηστα οικήματα, και η κατεχόμενη περιοχή άρχισε να μοιάζει με ένα εορταστικό μεσαιωνικό χωριό. Η κατασκήνωση ονομάστηκε “Η ελεύθερη δημοκρατία του Wendlend”, από το παραδοσιακό όνομα της περιοχής.
Ένα μήνα μετά, τις πρώτες ώρες της 4ης Ιουνίου, 1980, κοντά 8000 ΜΑΤατζίδες, συμπεριλαμβανομένων των παραστρατιωτικών Bundesgrenzschutz (συνοριοφύλακες), ξεχύθηκαν από τα δάση και ανακοίνωσαν ότι θα πραγματοποιούνταν εκκένωση. Ήταν η μεγαλύτερη αστυνομική κινητοποίηση στη Γερμανία από τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Όπως είχε αποφασιστεί στις γενικές συνελεύσεις, οι κάτοικοι του Wendlend κάθισαν ειρηνικά, αλλά αντιμετώπισαν ούτως ή άλλως την αστυνομική βιαιότητα. Μέχρι το τέλος της ημέρας το εργοτάξιο ήταν καθαρό από καταληψίες, και τα απομεινάρια του χωριού μεταφέρονταν μακριά.
Οι κάτοικοι του Wendlend επέλεξαν ρητά τη μη βίαιη μορφή αντίστασης, αλλά οι αρχές της Δυτικής Γερμανίας τους επιτέθηκαν. Ένα χρόνο μετά, όταν η κυβέρνηση ξανάρχισε την κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού στο Brokdorf κοντά στη Βόρεια θάλασσα, πιθανώς περίμεναν την ίδια ειρηνική συναίνεση. Αυτό που βρήκαν αντιθέτως, ήταν αρκετά διαφορετικό.
Ομάδες της αντιπολίτευσης κάλεσαν μία μεγάλη διαδήλωση και μαζεύτηκαν γύρω στις 100 χιλιάδες˙ πολλοί επιχείρησαν να εισβάλουν στο εργοτάξιο για να το καταλάβουν. Όταν η αστυνομία προσπάθησε να διώξει τους διαδηλωτές χρησιμοποιώντας ρόπαλα και κανόνια νερού, δέχτηκαν επίθεση με πέτρες και μολότοφ, οι οποίες εκσφενδονίστηκαν ως επί των πλείστων από νέους με μάσκες του σκι και κράνη. Μέχρι το τέλος της ημέρας, οι διαδηλωτές τα είχαν παραβιάσει όλα εκτός από την τελευταία εσωτερική περίφραξη του εργοταξίου και κατέστρεψαν ένα κανόνι νερού με μολότοφ. Οι αρχές έμειναν έκπληκτες από την αγριότητα των διαδηλωτών, και ο αγώνας στο Brokdorf αποκάλυψε μία νέα ριζοσπαστική δύναμη στις ρωγμές της κοινωνίας της Δυτικής Γερμανίας.
Σήμερα, τα Γερμανικά μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιούν τη λέξη Autonomen (Γερ: Αυτόνομοι) για το σύνολο των μαχητικών αναρχικών, και είναι εύκολο να υπεραπλουστεύσουμε τις κινήσεις των Γερμανών Αυτόνομων επειδή δεν αντιπροσώπευαν μία ενοποιημένη ομάδα ή ιδεολογία. Για την αγγλόφωνη αριστερά, οι δυτικοί Γερμανοί Αυτόνομοι είναι γνωστοί ως καινοτόμοι του “blackbloc”, μία τακτική για μαζική μαχητικότητα όπου οι συμμετέχοντες ντύνονται στα μαύρα, κρύβουν τα πρόσωπά τους και φορούν κράνη ώστε να αποκρούουν τα κλομπ ή τις πλαστικές σφαίρες.
Στην Ευρώπη, τη δεκαετία του ’90, όταν Αυτόνομοι ακτιβιστές προσχώρησαν στο αναδυόμενο “κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση”, κατέβασαν το black bloc σε διαδηλώσεις ενάντια στις διακρατικές, νεοφιλελεύθερες οργανώσεις όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα. Όταν οι εν λόγω σύνοδοι κορυφής και οι αντι-διαδηλώσεις έγιναν στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του ‘90, οι αναρχικοί της βορείου Αμερικής υιοθέτησαν το στυλ και τις τακτικές των γερμανών Αυτόνομων, φορώντας μαύρες μάσκες, κάνοντας έφοδο στους φράχτες ασφαλείας και σπάζοντας τα παράθυρα εταιριών.
Το περασμένο έτος, αυτόνομοι και αναρχικοί έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ξεκίνημα του κινήματος «Occupy Wall Street», με πολλές υπογραφές του OWS να αντικατοπτρίζουν τις τάσεις αυτές: μη ιεραρχική οργάνωση, γενικές συνελεύσεις, ομάδες συγγένειας, άμεση δράση έναντι της αντιπροσώπευσης, και μία άρνηση διαλόγου με τις κατεστημένες εξουσίες. Η μαχητική πτέρυγα του κινήματος (αυτό που ο ChristopherHedges ονόμαζε “ο καρκίνος” και ο JonathanMahler “η απειλή”), εμφανίστηκε σε διάφορες διαδηλώσεις του κινήματος Occupy ως ομάδες νεαρών ατόμων με καλυμμένα πρόσωπα, μερικές φορές ντυμένοι στα μαύρα, προσφέροντας ενεργή αντίσταση όταν η αστυνομία προσπάθησε να εκκενώσει τους καταυλισμούς ή να διώξει τους διαδηλωτές από τους δρόμους.
Ήταν ανέκαθεν δελεαστική η άντληση ιστορικών συγκρίσεων ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα του παρελθόντος και του παρόντος. Aλλά πρέπει να τοποθετηθούν οι στρατηγικές και οι τακτικές των Αυτόνομων στο πλαίσιο της δεκαετίας του 1980 και της τοπογραφίας της Δυτικής Γερμανίας για να προσδιορίσουμε ποιες πρακτικές είναι εφαρμόσιμες στους σύγχρονους αγώνες και ποιες ανήκουν στην ιστορία. To μεταφρασμένο Fire and Flames από την PM Press (εκδόθηκε ως Feuer und Flamme το 1990) προσφέρει αυτό το πλαίσιο τοποθετώντας το Γερμανικό Αυτόνομο κίνημα παράλληλα με διάφορες άλλες ομάδες και γεγονότα που καθορίζουν τον ορίζοντα των δυνατοτήτων τους.
Το Wirtschaftswunder (ή οικονομικό θαύμα) μετέτρεψε τη Δυτική Γερμανία από τα ερείπια του 2ου παγκοσμίου πολέμου σε μια τεράστια οικονομική δύναμη και σε ανάχωμα εναντίον του κομμουνισμού της Ανατολικής Ευρώπης. Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα ενσωματώθηκαν στο εθνικό πρόγραμμα επανεκβιομηχάνισης, κάνοντας την ποιότητα της ζωής και τις προοπτικές για εργασία να ανθίσουν για τους Δυτικούς Γερμανούς μεταξύ του 1940 και 1950. Αλλοδαποί εργάτες από Τουρκία, Ιταλία και Ελλάδα δελεάστηκαν να συμπληρώσουν το εξαντλημένο εργατικό δυναμικό, η βιομηχανία άνθησε, υποστηριζόμενη από τεράστιες επενδύσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αλλά το οικονομικό θαύμα κλονίστηκε το 1975 από το υψηλό πληθωρισμό και την αύξηση της ανεργίας. Η ύφεση συνόδευσε μία κρίση στους νέους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας καθώς και στο Νέο Αριστερό κίνημα, το οποίο φαινόταν έτοιμο να εκραγεί και να διαλυθεί. Ο Geronimo ξεκινά το μικρό βιβλίο του λέγοντας, “Οι σημερινοί Αυτόνομοι μπορούν να κατανοηθούν στο πλαίσιο της νεότερης ιστορίας των αριστερών” και στη συνέχεια διηγείται λεπτομερώς την άνθηση των μαθητικών και νέο-Μαρξιστικών κινημάτων τα οποία χαρακτήρισαν το 1968 στη Δυτική Γερμανία. Έως τα μέσα του 1970, ωστόσο, οι ομάδες αυτές διαλύθηκαν, είτε μέσω της ανάπαυλας, είτε λόγω της βίαιης καταστολής που δέχθηκαν από την ομοσπονδιακή αστυνομία. Κάποιοι κινήθηκαν υπογείως και ακολούθησαν έναν αντι-ιμπεριαλιστικό ένοπλο αγώνα, ο οποίος έφτασε στο καταστροφικό του αποκορύφωμα το φθινόπωρο του 1977, με την απαγωγή και δολοφονία του βιομήχανου Hans Martin Schleyer από τη RAF και την αποτυχημένη αεροπειρατεία ενός τζετ της Lufthansa από κοινού με ένα γερμανο-παλαιστινιακό κομάντο. Η επακόλουθη καταστολή που εξαπέλυσε το Δυτικό Γερμανικό κράτος έριξε τη σκιά του πάνω από τη χώρα και φάνηκε ότι η περίοδος της πολιτικής στράτευσης στη Δυτική Γερμανία είχε τελειώσει.
Παρ’ όλα αυτά, ένας νέος τρόπος πολιτικού αγώνα εμφανίστηκε στη Δυτική Γερμανία, στα επιβαρυμμένα αστικά κέντρα και στις παρυφές διαφόρων κοινωνικών κινημάτων. Προέκυψε από την απόρριψη του αυτάρεσκου ακτιβισμού των “εναλλακτικών κινημάτων” και την ζοφερή ματαιότητα του ένοπλου αγώνα, αντί να επεκτείνει τις αντι-εξουσιαστικές και αντι-αστικές τάσεις που εμφανίστηκαν το 1968. Εξελίχθηκε τυχαία ως σύνθεση επιρροών (κίνημα καταλήψεων, ριζοσπαστικός φεμινισμός και περιβαλλοντικές τάσεις, την πανκ σκηνή και τις πράξεις της ιταλικής αυτονομίας και των «Ινδιάνων της Μητρόπολης») μέσα στο κίνημα της αυτονομίας της δυτικής Γερμανίας.
Οι νέοι της δυτικής Γερμανίας στράφηκαν στα αστικά κοινωνικά κέντρα ως κομβικά σημεία για πολιτική δραστηριότητα (σε αντίθεση με τους χώρους εργασίας και τα πανεπιστήμια), σχηματίζοντας πλαίσια για τη διασύνδεση των διαφόρων υποθέσεων τους. Στη Φρανκφούρτη, το Αμβούργο, το Μοναχό και το Δυτικό Βερολίνο, ομάδες Αυτόνομων κατέλαβαν άδεια σπίτια, ξεκίνησαν ραδιοφωνικούς σταθμούς, οργάνωναν διαδηλώσεις και δημοσίευαν περιοδικά προωθώντας την αυτόνομη θέση, πολλά από τα οποία υπάρχουν στο Fire and Flames. Οι πολιτικές και οργανωτικές πρακτικές τους αντικατόπτριζαν μια δυσπιστία ως προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, προτάσσοντας αντ’ αυτού την άμεση δράση, την άμεση δημοκρατία με μορφή γενικών συνελεύσεων και μια πολιτική σε πρώτο πρόσωπο. Σε αυτό το σημείο ο Geronimo γράφει, «Ήταν έντονα επηρεασμένοι από τη “Χωρίς Μέλλον” συμπεριφορά της εποχής, ήρθαν αντιμέτωποι με τους κανόνες της αστικής τάξης, του ελέγχου και της κυριαρχίας, στρέφοντας τις ίδιες τους τις ανάγκες σε κεντρικό πολιτικό θέμα. «
Μέχρι το 1981, είχε δημιουργηθεί μία μοναδική πολιτική υποκουλτούρα, το μαχητικό στυλ της δεκαετίας του ’70 (φόρμες, μηχανές, κράνη, φουλάρια) αναμειγμένο με το πανκ ροκ (δερμάτινα μπουφάν, καρφιά, μπότες, κουκούλες, και φυσικά τα πάντα σε μαύρο). Ο δυτικο-γερμανικός τύπος τους ονόμασε “black bloc” και έγραψε για το κίνημα εντυπωσιακά σχόλια: κουκουλοφόροι, σκληροπυρηνικοί, βίαιοι εγκληματίες, χούλιγκαν, χαοτικοί. Η εικονική μαύρη κουκούλα είχε βαπτιστεί Hasskappe (σκούφος μίσους). Γι’ αυτούς, οι Αυτόνομοι ήταν ένα επικίνδυνο μείγμα μαχητικής πολιτικής και νεανικού μηδενισμού, μια απόρριψη της πολιτικής συμμετοχής στις υποσχέσεις του δυτικο-ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Αλλά οι Αυτόνομοι βρήκαν απελευθερωτική υπόσχεση στην άρνηση. “Ελευθερία”, μια θέση των αυτόνομων το 1981 αναφέρει στο “Fire and Flames”: είμαστε η σύντομη στιγμή ανάμεσα στη ρίψη μιας πέτρας και στην πρόσκρουση της στον στόχο.
Πολλοί Αυτόνομοι είχαν αναπτύξει τη δική τους τακτική ως ακτιβιστές στη μαχητική πτέρυγα του αντι-πυρηνικού κινήματος. Η Δυτικο-Γερμανική κυβέρνηση συνασπισμού των φιλελεύθερων και συντηρητικών κομμάτων έβλεπαν τη βιομηχανική υποδομή ως αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής του Ψυχρού Πολέμου, ξεκινώντας να χτίζει πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας και τις σχετικές εγκαταστάσεις με μικρή συμμετοχή του πληθυσμού. Αποκομμένες από το πολιτικό κατεστημένο, στα τέλη του 1970, κοινότητες σχημάτισαν το Bürgerinitiativen (κίνημα πολιτών ή αλλιώς BL) ώστε να αντιμετωπίσουν τέτοιου είδους ζητήματα. Οργάνωσαν τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις στο Gorleben και στο Brokdorf, στις οποίες συμμετείχαν πολλοί αυτόνομοι ακτιβιστές.
Μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης για την επέκταση ενός αεροδιαδρόμου του ΝΑΤΟ στο αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης το 1980, μία ευρεία συμμαχία μεταξύ ομάδων πολιτών και αριστερών πολιτικών κομμάτων, επηρεασμένοι από τα Wendlend και Brokdorf, κατέλαβαν το εργοτάξιο και έχτισαν ένα μικρό χωριό με ξύλινες καλύβες. Όταν η αστυνομία εκκένωσε την κατάληψη του χώρου, εκτεταμένες ταραχές ξέσπασαν. Ένας δημοσιογράφος έγραψε, “Η δεκαπενταετής συζήτηση σχετικά με την επέκταση του διεθνούς αεροδρομίου της Φρανκφούρτης σε κοντινές δασικές εκτάσεις ξέσπασε αυτό το μήνα με σκηνές που μοιάζουν με εμφύλιο πόλεμο. Κουκουλοφόροι απέκλεισαν αυτοκινητόδρομους, εκτόξευσαν σφαιρίδια χάλυβα στην αστυνομία, και πέταξαν μολότοφ˙ όλα στο όνομα της οικολογίας”. Για να συνεχιστεί αυτό το επίπεδο αντιπαράθεσης, οι ομάδες πολιτών και οι Αυτόνομοι σύμμαχοι τους οργάνωναν εβδομαδιαίους “περίπατους” για τα επόμενα χρόνια, συγκεντρώνονταν κάθε Κυριακή, περιπολώντας την περίμετρο και προσπαθούσαν να ρίξουν τους φράχτες ασφαλείας ώστε να ανακαταλάβουν το χώρο όταν θα είχαν την ευκαιρία.
Πολλές από αυτές τις περιβαλλοντικές συμμαχίες διασπάστηκαν σε ό, τι αφορά την αποδεκτή αντίσταση στην αστυνομική βία και το κατά πόσο πρέπει ή όχι να γίνονται συμβιβασμοί με τις αρχές. Η νομικίστικη πτέρυγα εντάχθηκε στο φιλελεύθερο πολιτικό κατεστημένο και αυτοί της ριζοσπαστικής πτέρυγας πήραν ότι είχαν αναπτύξει στρατηγικά και οργανωτικά στους οικολογικούς αγώνες ώστε να βοηθήσουν το δεύτερο κύμα καταλήψεων που βρισκόταν υπό ανάπτυξη στις εγκαταλελειμμένες ζώνες τις Δυτικής Γερμανίας.
Στις δεκαετίες πριν την επανένωση του 1990, το Τείχος συνόρευε με το Kreuzberg σε 3 πλευρές του, αποκόβοντας το από την υπόλοιπη δυτική ζώνη. Τούρκοι μετανάστες και οι οικογένειες τους έμεναν σε σειρές άδειων σπιτιών και εργοστασίων, κάποια ακόμα βομβαρδισμένα από τον πόλεμο. Το μοναδικό καθεστώς συμμαχικής κατάληψης καθορισμένης από τους νόμους του Βερολίνου, βαθιά μέσα στο έδαφος της ανατολικής Γερμανίας, σήμαινε ότι οι κάτοικοι απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία, φέρνοντας νεαρούς άνδρες απ’ όλη τη δυτική Γερμανία για σπουδές ώστε να αποφύγουν τη στράτευση. Η πόλη ποτέ δεν ανέκαμψε από την ερήμωση του πολέμου και οι νέοι αυτοί άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλειμμένα σπίτια που ρύπαιναν την πόλη.
Απ’ τα τέλη του 70, μεγάλα τμήματα του Κρόιτσμπεργκ κατελήφθησαν και τα συμβούλια των καταληψιών συντόνισαν την κοινωνική αναπαραγωγή τους και την άμυνα απέναντι στις εξώσεις. Αυτές οι πρακτικές διαδόθηκαν σε άλλες πόλεις και το 1981 καταληψίες του Αμβούργου πήραν έναν ολόκληρο δρόμο που ονομάζονταν Haffenstrasse. Όταν η κυβέρνηση της πόλης προσπάθησε να κάνει έξωση στη Haffenstrasse το 1986, Αυτόνομοι και κάτοικοι σήκωσαν οδοφράγματα με αμάξια και πέτρες και πολέμησαν με τους μπάτσους για μερικές νύχτες. Στη διάρκεια του χρόνου οι αρχές δρομολόγησαν διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες για εξώσεις σ’ αυτό το δρόμο και τελικά διαπραγματεύτηκαν την πώληση των ιδιοκτησιών στους καταληψίες για την επίλυση της χρόνιας διαμάχης. Μετά την πτώση του Τείχους τα περισσότερα κατειλημμένα κτίρια του Κρόιτσμπεργκ νομιμοποιήθηκαν ως συνεταιρισμοί, πετυχαίνοντας την ομαλοποίηση που η αστυνομική καταστολή είχε αποτύχει να επιφέρει.
Πέρα από κάποια μεγάλα γεγονότα, όπως η διαδήλωση ενάντια στον Ρήγκαν το 1987 και το 1988 ενάντια στην παγκόσμια συνδιάσκεψη τραπεζών, οι Αυτόνομοι έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής και της δύναμης τους στα τέλη του ’80 με αρχές ’90. Η μείωση των κατειλημμένων χώρων, μέσω της νομιμοποίησης ή των εκκενώσεων, πίεσε ατομικότητες μέσα στους αυτόνομους κύκλους να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους ανάγκες έξω από το κίνημα και η εξάρτηση από αυθόρμητα μοντέλα οργάνωσης είχε από μόνη της αρνητικές επιπτώσεις. Επιτροπές δράσης σχηματίστηκαν για να προετοιμάζουν διαδηλώσεις, οι οποίες διαλύονταν μετά από κάθε μάχη στο δρόμο, και αυτή η ατελείωτη ανασύσταση δυνάμεων οδήγησε στην εξουθένωση και τη διάλυση.
Η δέσμευσή τους για μαχητικότητα με κάθε κόστος μείωσε τη θέση τους σε απλή κλιμάκωση, η οποία δε συνασπίστηκε ποτέ με μία στρατηγική για τη διπλή εξουσία ή ακόμα για επανάσταση. Οι Αυτόνομες Θέσεις το 1981 λένε ρητά, “Θέλουμε να διαλύσουμε και να καταστρέψουμε – το να διατυπώσουμε αισιόδοξες ιδέες δεν είναι η προτεραιότητα μας”. Χωρίς έναν γενικότερο στόχο ή ιδανικό, η ταυτότητά τους έγινε μια ματσό έμμονη ιδέα: πολεμώντας την αστυνομία, να μην εμπιστεύονται τρίτους και η αποφυγή τακτικών οι οποίες θεωρούνταν αδύναμες ή νόμιμες. Οι αρχές, από τη μεριά τους, ανέπτυξαν τις δικές τους τακτικές (το kettling (1) για παράδειγμα), και μέχρι το 1989, οι συγκρούσεις μεταξύ ΜΑΤ και Αυτόνομων πλησίασαν ένα επίπεδο χορογραφίας. Στο Fire and Flames, υπάρχει μια καθαρή κριτική σε αυτό το σημείο, “η μαχητικότητα ανέκαθεν όριζε το κίνημα των Αυτόνομων, αλλά συγκεκριμένα μετά το ξεκίνημα της λειτουργίας του Startbahn (διάδρομος απογείωσης) το 1984, μετατρεπόταν ολοένα και περισσότερο σε τελετουργία και ατομική χειρονομία. “
Μέχρι τα μέσα του ’90 οι Αυτόνομοι είχαν διασπαστεί σε ένα ανομοιογενές σύνολο στεγαστικών συνεταιρισμών. Αντισυγκεντρωτικές επιτροπές και αντιφασιστικές ομάδες οι οποίες μαζεύονταν μερικές φορές για να διακόψουν τις συνεδριάσεις του ΔΝΤ ή της G8 με μικρής κλίμακας black blocs, αλλά χωρίς να καταφέρνουν να επανακτήσουν τη αρχική, ευερέθιστη δυναμική τους.
Παρόλα αυτά, οι Αυτόνομοι παρέμεναν ένα σχεδόν μυθολογικό φαινόμενο, που περνάει μέσα από διάφορες δεκαετίες σοβαρών κοινωνικών αγώνων. Συστάθηκαν μέσα από την άβυσσο του σύγχρονου βιομηχανικού κράτους, μετατρέποντας το θυμό και την αποξένωση σε στιγμές συλλογικής δύναμης: ένα φάντασμα στη γιορτή της μεταπολεμικής οικονομίας. Όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν στάθηκε στην Πύλη του Βρανδεμβούργου και εκφώνησε την περίφημη “Κατεδαφίστε το Τείχος” ομιλία του, βρισκόταν υπό συνθήκες de facto στρατιωτικού νόμου, με όλες τις διαμαρτυρίες απαγορευμένες και χιλιάδες Αυτόνομους εγκλωβισμένους σε απόσταση, από τα αστυνομικά οδοφράγματα.
Η ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας έχει εξαφανιστεί, και η Γερμανία σήμερα είναι ο θεμελιώδης λίθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθορισμένη από τη χρηματοδότηση του καπιταλισμού σε συνδυασμό με την αστυνομική δύναμη. Έχει γίνει πιο ισχυρή και δυναμική, και είναι σε θέση να απορροφά τόσο εξεγέρσεις όσο και χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Μια ενοποιημένη Γερμανία οδήγησε σε μία ενοποιημένη Ευρώπη, με συγχωνευμένες τις ελεύθερες αγορές, τον καταναλωτισμό και το νόμο και την τάξη, σαν να λειτουργούσε έτσι ανέκαθεν. Αλλά για μία μικρή στιγμή, σαν τη στιγμή που βρίσκεται μια πέτρα στον αέρα, οι Αυτόνομοι ταρακούνησαν την σταθερότητα και τη μονιμότητα του εν λόγω συστήματος.
Όταν αφαιρείται ένα ριζοσπαστικό πολιτικό κίνημα από το πλαίσιο του, είναι εύκολο να το απορρίψεις ως νεανική εξέγερση ή αποτυχία. Άλλα το Fire and Flames αρνείται αυτές τις ερμηνείες, και επανατοποθετεί τους Αυτόνομους ως μέρος ενός εξελισσόμενου αγώνα στη μεταπολεμική Γερμανία. Η ιστορία του βιβλίου τελειώνει το 1989, αλλά τα ρεύματα των Αυτόνομων και η ριζοσπαστική σκέψη συνεχίζουν, επηρεάζοντας τρέχουσες καταστάσεις και κοινωνικά κινήματα. Οι Αυτόνομοι της δυτικής Γερμανίας έδειξαν τις δυνατότητες της μαχητικότητας και τις παγίδες της. Η νέα γενιά των Αυτόνομων πρέπει να μάθει από αυτούς και να δημιουργήσει μια δύναμη που δεν θα δημιουργήσει απλά μια διαταραχή στο σύστημα, αλλά έναν κόσμο έξω από αυτό.
Σημείωση:
1) kettling: τακτική της αστυνομίας για έλεγχο μεγάλου πλήθους, σε διαδηλώσεις ή διαμαρτυρίες.
One thought on “ΣΚΗΝΕΣ ΠΟΥ ΘΥΜΙΖΟΥΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ”
Εμπρός για τα επόμενα 31 χρόνια – το Café Klatsch στο Βισμπάντεν θα μείνει!
https://athens.indymedia.org/post/1554259/
Όποτε έβλεπες τις τελευταίες δεκαετίες σε γερμανικές πόλεις το σύνθημα “… θα μείνει”σε τοίχους, αφίσεςή αυτοκόλλητα, ήξερες ότι κάποια κατάληψη, κάποιο αυτόνομο στέκι ή αναρχική κολεκτίβα απειλείται με εκκένωση, πώληση ή χρεοκοπία. Συνήθως μετά από λίγο καιρό το απειλούμενο εγχείρημα αποτελούσε παρελθόν. Γνωστές εξαιρέσεις του κανόνα είναι οι πρώην κατειλημμένα και νυν συνεταιριστικά σπίτια τηςHafenstraßeκαι η ακόμη κατειλημμένηRoteFloraστο Αμβούργοή ηKöpiστο Βερολίνο.
Μια παρόμοια σπουδαία επιτυχία για τα αναρχικά/αυτόνομα/εναλλακτικά κινήματαμπορεί να γνωστοποιηθεί για την νέα χρονιάστο Βισμπάντεν. Στην πρωτεύουσα του κρατιδίου της Έσσηςη επιτυχία αυτή δεν καταφέρθηκε με αποφασιστικές μάχες στα οδοφράγματα ή μεγάλες διαδηλώσεις, αλλά δεδομένων των τοπικών συσχετισμών δυνάμεως, με την συλλογική αγορά του Café Klatsch, μιας κολεκτίβας που λειτουργεί στο ίδιο μέρος από το 1984. Παρόλα αυτά το αποτέλεσμα της καμπάνιας υπεράσπισης του καφέ Κλάτς είναι εντυπωσιακό.
Από το κίνημα – για το κίνημα
Τέλος Σεπτεμβρίου του 2015 ο τότε ιδιοκτήτης των χώρων όπου στεγάζεται το κάφε Κλατς ανακοίνωσε την πρόθεσή του να το πουλήσει που θα σήμαινε τον άμεσο κίνδυνο, ένας καινούργιος ιδιοκτήτης να διώξει την κολεκτίβα για να ανοίξει ένα κυριλέ μαγαζί στη θέση του κάφε Κλατς. Σε μόλις δυο μήνες οι ακτιβιστές και ακτιβίστριες κατάφεραν – με μια πρωτίστως τοπική – αλλά και πανγερμανική εκστρατεία, να μαζέψουν τα απαραίτητα 270.000 Ευρώ για την αγορά των χώρων του κάφε Κλάτς, τους συμβολαιογράφους και τους φόρους μεταβίβασης ακινήτων. Τέλος Δεκεμβρίου του 2015 ο σύλλογος Linksroome.V. που ιδρύθηκε μόνο για αυτό το λόγο, υπέγραψε το συμβόλαιο αγοράς του ακινήτου. Περίπου 220 δωρητές και δωρήτριες, κολεκτίβες και συνδικάτα βάσεως δώσανε περίπου 35.000 Ευρώ. 25 δανειστές και δανείστριες, αναμεσά τους μερικά σπίτια-εγχειρήματα στα οποία μένει κόσμος συλλογικά μαζί (Wohnprojekte) δάνεισαν 225.000 Ευρώ και σε δυο συναυλίες αλληλεγγύης, λαϊκές κουζίνες και συνελεύσεις μαζεύτηκαν άλλα 10.000 Ευρώ. Η αποπληρωμή των δανείων ξεκίνησε ήδη από το Ιανουάριο 2016. Ο σύλλογος Linksroome.V. είναι ο καινούργιος ιδιοκτήτης των χώρων του κάφε Κλατς και το νοικιάζει στην κολεκτίβα. Ο σύλλογος που αποτελείται από συντρόφους, συντρόφισσες και μέλη της κολεκτίβας δεν έχει το δικαίωμα να επέμβει στις αποφάσεις της κολεκτίβας, απλά αποπληρώνει με το νοίκι τα δάνεια. Έτσι εξασφαλίζεται από τη μια η αυτονομία της κολεκτίβας και ταυτόχρονα αποσύρεται το ακίνητο από την καπιταλιστική αγορά ακινήτων επειδή η κολεκτίβα δεν έχει δικαιώματα πάνω στο ακίνητο και στον σύλλογο δεν επιτρέπεται η πώλησή του χωρίς την έγκριση της κολεκτίβας.
Η ιστορία του Café Klatsch
Η κολεκτίβα του κάφε Κλάτς είναι μια από τις παλαιότερες κολεκτίβες του εναλλακτικού κινήματος της τότε δυτικής Γερμανίας και λειτουργεί από το 1984. Στο πλούσιο και μικροαστικό Βισμπάντεν το κάφε Κλάτς ακόμα και σήμερα είναι μοναδικό.
Στο αντιδραστικό κλίμα που επικρατούσε στις αρχές της δεκαετίας του 80 στο Βισμπάντεν, μια ομάδα ακτιβιστών και ακτιβίστριων αποφάσισε να ανοίξει έναν χώρο αντίστασης στην πόλη. Γνωρίζονταν από της μάχες ενάντια στο διάδρομο απογείωσης του αεροδρομίου της Φρανκφούρτης (StartbahnWest) και την διοργάνωση της αντίστασης ενάντια στην διεθνή έκθεση στρατιωτικού εξοπλισμού (MEDE) που έλαβε χώρο στο Βισμπάντεν εκείνα τα χρόνια. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια σταθερή ομάδα. Το 1984 κατάφεραν να νοικιάσουν ένα άδειο γωνιακό μαγαζί σε μια όμορφη κεντρική γειτονιά της πόλης, το Rheingauviertel. Με την βοήθεια συντρόφων και συντροφισσών ανακαίνισαν το μαγαζί. Και μετά γίνεται το μπάμ στην πόλη.
Από τα εγκαίνια κιόλας και όλες τις επόμενες εβδομάδες και τους επόμενους μήνες στο κάφε Κλατς γίνεται το έλα να δεις. Ο κατακλυσμός επισκεπτών, πελατών, συντρόφων, είναι κάτι πρωτοφανές. Η αρχική κολεκτίβα των 11 ατόμων διευρύνεται γρήγορα σε 33 άτομα. Τα ακόλουθα χρόνια το Κλατς εξελίσσεται σε ένα γνωστό και πέρα από το Βισμπάντεν μέρος αντιπληροφόρησης, εκθέσεων, μουσικής, θεάτρου, πάρτυ και πολιτικών εκδηλώσεων. Στο μαγαζί υπάρχουν πολλές αναρχικές, αυτόνομες και ακροαριστερές εφημερίδες και περιοδικά, προκηρύξεις, αφίσες και ο ημερήσιος τύπος.
Η κολεκτίβα συμμετέχει στην διοργάνωση δράσεων αλληλεγγύης στην μεγάλη απεργία των Βρετανών μεταλλωρύχων το 1984/85 όταν φιλοξενούνταν τα παιδιά των απεργών για έξι εβδομάδες στη Γερμανία. Μέλη της κολεκτίβας διοργανώνουν με άλλους το μποϊκοτάζ της πανγερμανικής απογραφής πληθυσμού το 1987 (Volkszählungsboykott) στην πόλη. Αργότερα το Κλατς ξεκινάει την εκστρατεία “όπλα για το Ελ Σαλβαδόρ”. Διοργανώνει εκδηλώσεις υπεράσπισης για τον απελευθερωτικό αγώνα στην Λατινική Αμερική και αυξάνει για τρεις μήνες τις τιμές του μαγαζιού για ένα δέκα τοις εκατό. Τα μαζεμένα λεφτά στέλνει στους αντάρτες στο Ελ Σαλβαδόρ το 1988. Την ίδια χρονιά άλλοι κολεκτιβιστές βρίσκονται στη Νικαράγουα για να υπερασπιστούν την επανάσταση των Σαντινίστας ενάντια στον πόλεμο των ακροδεξιων Κόντρας και των ΗΠΑ.
Μέλη της κολεκτίβας συμμετέχουν στην διοργάνωση των “Ημερών της Αναρχίας” το 1987 και 1993 στην Φρανκφούρτη, δραστηριοποιούνται στο αντιπυρηνικό κίνημα και αποτελούν ενεργό κομμάτι του κινήματος καταλήψεων ή της αντιφά.
Άλλα τοπικά εναλλακτικά εγχειρήματα όπως το συνεδριακό και πολιτισμικό κέντρο στο Ραουεντάλ (Kultur- undTagungshausRauenthal), εξω από το Βισμπάντεν ή το κέντρο υγείας γυναικών Σιρόνα (FrauengesundheitszentrumSirona) ξεφύτρωσαν από το Κλάτς ή ξεκίνησαν με την οικονομική – και όχι μόνο – υποστήριξη της κολεκτίβας.
Τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε χρόνια στο Κλατς γίνονται τακτικά εκδηλώσεις ενημέρωσης και αλληλεγγύης σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τα ανταγωνιστικά κινήματα που αντιστέκονται στην καπιταλιστική λεηλασία των τελευταίων χρονών. Μαζευτήκανε λεφτά για την οικονομική ενίσχυση διάφορων αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων της Θεσσαλονίκης όπως η Βιο.Με, το Μικρόπολις, το Sabot, το Σχολείο, το ΚΙΑ κ.α.
Εδώ και τρεις δεκαετίες ο κόσμος κλείνει ραντεβού στο Κλάτς για να πάει σε πορείες ή συναυλίες. Αντιρατσιστικές και αντισεξιστικές κινητοποιήσεις ανήκουν το ίδιο στο πρόγραμμα όπως και η παγωμένη μπύρα μετά την πετυχημένη δράση και το καλό φαγητό σε προσιτές τιμές, συνήθως από παραγωγούς που καλλιεργούν με βιολογικό τρόπο.
Εδώ και 31 χρόνια το Κλατς λειτουργεί χωρίς αφεντικά. Όλες οι αποφάσεις παίρνονται από τη συνέλευση, όλες οι δουλειές (μπαρ, κουζίνα, σέρβις, καθαρισμός, ψώνια, γραφείο) πληρώνονται το ίδιο. Η συνέλευση κάθε Δευτέρα κανονίζει τις βάρδιες του εστιατορίου/μπαρ/καφέ, αποφασίζει για την υποστήριξη άλλων πρωτοβουλιών και εξασφαλίζει καλές συνθήκες εργασίας. Κανένας άνθρωπος που μπαίνει στην κολεκτίβα δεν πληρώνει οτιδήποτε, όποιος φεύγει από την κολεκτίβα φεύγει χωρίς λεφτά. Με αυτό τον τρόπο τα τελευταία 31 χρόνια έχουν δουλέψει και έχουν βγάλει τα λεφτά τους περίπου 200 άτομα στην κολεκτίβα. Πολλοί και πολλές συνεχίζουν με διάφορους τρόπους και μετά την αποχώρισή τους να δραστηριοποιούνται σε διάφορα κινήματα.
Για άλλα 31 χρόνια Café Klatsch, για άλλες επαναστατικές προσπάθειες, ατελείωτες συνελεύσεις και εξτατικά γλέντια δεν υπάρχουν εμπόδια…
Χάφη
(Ο γράφων ήταν μέλος της κολεκτίβας από το 1986 μέχρι το 1996.)