Εάν η μοναδική σου πληροφόρηση για τα εργασιακά θέματα προέρχεται από τις σκισμένες και κουρελιασμένες σελίδες μιας πεταμένης φυλλάδας του στιλ “ταμπλόιντ”, τότε ίσως μπορεί να σου συγχωρηθεί ότι ακόμα πιστεύεις, πως συνδικάτα, όπως το TUC (1), ενθαρρύνουν οποιουδήποτε είδους μαχητικές διεκδικήσεις στους εργασιακούς χώρους. Γεμάτα από εισφορές διευθυνόντων συμβούλων και μεγαλοστελεχών, τρομολάγνοι γραφιάδες, συγκαταβατικούς πολιτικούς, ακόμη και από αξιωματούχους που καμιά φορά χρησιμοποιούν σκληρή γλώσσα για να θολώσουν τα νερά, μπορεί ακόμη και να σε έχουν κάνει να νομίζεις ότι αποτελούν μια αστείρευτη κινητήρια δύναμη της ταξικής πάλης. Η πραγματικότητα για εμάς που τη ζούμε από μέσα είναι πολύ διαφορετική: μακριά από την οποιουδήποτε ενθάρρυνση και οργάνωση μαχητικών δράσεων, τις περισσότερες φορές, τα συνδικάτα ξεπουλάνε τους μαχητικούς εργαζομένους, αφήνοντας τους ανίσχυρους και περιθωριοποιημένους.
Πάρτε για παράδειγμα μια απεργία. Πρώτον, η απεργία είναι ένας αγώνας που κρίνεται από μια ψηφοφορία. Όταν η ψηφοφορία διασφαλίζεται ως έγκυρη από ένα ελάχιστο αριθμό ατόμων, η απόφαση για απεργία περνάει, αλλά το συνδικάτο δεν κάνει τίποτα απολύτως πέρα από το να προετοιμαστεί για κάτι που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συμβολική μονοήμερη απεργία. Στην πραγματικότητα, τα υπόλοιπα συνδικάτα στον ίδιο χώρο εργασίας διαμηνύουν στα μέλη τους να εργαστούν την ημέρα της απεργίας. Την τελευταία στιγμή τα αφεντικά αμφισβητούν την ψηφοφορία για τεχνικούς λόγους. Το συνδικάτο τότε κωλώνει και ακυρώνει την απεργία. Αμέσως μετά, η διεύθυνση της επιχείρησης προσφέρει μια οριακή βελτίωση, την οποία το συνδικάτο δέχεται με ελάχιστη ή καμία διαβούλευση από τα μέλη του. Οποιαδήποτε πιθανότητα πραγματικού αγώνα εκμηδενίζεται από τους ίδιους τους ηγέτες μας, οι οποίοι υποτίθεται ότι πρέπει να φροντίζουν για τα συμφέροντά μας. Στη χειρότερη περίπτωση, τα αφεντικά και το ίδιο το συνδικάτο θα στραφούν εναντίον των μαχητικών συνδικαλιστών που είναι εναντίον του συμβιβασμού με τα αφεντικά και πιέζουν για ανεξάρτητη, μαχητική δράση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: γιατί το σενάριο που περιγράφεται παραπάνω (και αμέτρητα άλλα σαν και αυτό) επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά σε κάθε χώρα, σε όλο τον κόσμο καθ’ όλη την ιστορία του εργατικού κινήματος; Είναι απλώς οι περιπτώσεις συντηρητικών, ή ακόμα και διεφθαρμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών, οι οποίες αργά ή γρήγορα ξεπουλούν το κίνημα; Ή μήπως είναι κάτι βαθύτερο;
Τα συνδικάτα εδώ και καιρό υπόκεινται σε κριτικές που προσπαθούν να εξηγήσουν πώς και γιατί οι ηγέτες “μας” ενεργούν τελικά ενάντια στα συμφέροντα των μελών τους. Ωστόσο, αντί απλώς να αναλύσουμε τις διαρθρωτικές αιτίες που οδήγησαν τα συνδικάτα να ενσωματωθούν στη διαχείριση του βιομηχανικού καπιταλισμού, θα εξετάσουμε τα λόγια και τα επιχειρήματα της ίδιας της κυρίαρχης τάξης. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε σε ποιο βαθμό ακριβώς τα αφεντικά έχουν συνείδηση -και συνειδητά ενθαρρύνουν- αυτή τη διαδικασία ενσωμάτωσης και αφομοίωσης των συνδικάτων.
Για να γίνει αυτό θα χρησιμοποιήσουμε το βιβλίο «Πώς να Γίνεις Υπουργός». Ο συγγραφέας, Gerald Kaufman, είναι ένας εξαπανάκαθεν-υπηρέτης των μελών του Κοινοβουλίου και θεωρείται ένα μέλος της δεξιάς πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος. Όπως ο ίδιος περιγράφει το βιβλίο του “ο πιο έγκυρος οδηγός για κυβερνητικές διαδικασίες που έχει δημοσιευτεί ποτέ”, έχει προταθεί από όλες τις διαδοχικές κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου από τότε που πρωτοεκδόθηκε (το 1980) μέχρι σήμερα. Θα επικεντρωθούμε στο κεφάλαιο 13 με τίτλο: “Πώς να αντιμετωπίσεις τα Συνδικάτα”.
Με λίγα λόγια, το επιχείρημα του Κάουφμαν είναι απλό: οι νομοθέτες και τα συνδικάτα (και ιδιαίτερα η εθνική τους ηγεσία), θα πρέπει να συνεργάζονται στενά με την κυβέρνηση για την επίλυση και, το πιο σημαντικό, την πρόληψη των κοινωνικών εντάσεων. Φυσικά, οι ριζοσπάστες έχουν από καιρό υποστηρίξει ότι ο ρόλος των συνδικάτων έχει καταντήσει να είναι το δεκανίκι της άρχουσας τάξης, βοηθώντας την να διαχειρίζεται τις ταξικές συγκρούσεις και να διασφαλίζει την «εργασιακή ειρήνη», θέτοντας τις διαμάχες μεταξύ εργατικής τάξης και εξουσίας στη σφαίρα της επικύρωσης-από-το-κράτος και της ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στα πλαίσια του εκάστοτε «εργασιακού καθεστώτος». Για τις ηγεσίες των συνδικάτων, η επίλυση των διαφορών με τέτοιο τρόπο διασφαλίζει τη νομιμοποίησή τους και τη θέση τους ως αντιπροσωπευτικούς φορείς, που έχουν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται και να ξεπουλάνε εν τέλει την εργατική τάξη. Η ομορφιά του βιβλίου του Κάουφμαν έγκειται ακριβώς στο ότι δείχνει πόσο έντονα η κυβέρνηση και η βιομηχανία έχουν επίγνωση αυτής της δυναμικής.
Για να εξερευνήσουμε αυτήν την δυναμική σχέση, θα εξετάσουμε πέντε αποσπάσματα από “Πώς να γίνεις Υπουργός”. Το πρώτο απόσπασμα, όπως θα δούμε, καθορίζει ένα γενικό όραμα για το ρόλο των συνδικάτων, της βιομηχανίας και της κυβέρνησης στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.
«Είναι λογικό για τις κυβερνήσεις και τα συνδικάτα να συνεργάζονται. Τα συνδικάτα αντιπροσωπεύουν τα εκατομμύρια των οργανωμένων εργαζομένων: η βοήθειά τους μπορεί να εξαλείψει προβλήματα πριν αυτά γίνουν σημαντικά και να κάνει πιο εύκολο το έργο των κυβερνήσεων, όταν αυτές πρέπει να λύσουν προβλήματα που θα προκύψουν, ενώ η αντίθεσή τους μπορεί να κάνει χειρότερα τα πράγματα και να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις (δυσχεραίνοντας το κυβερνητικό έργο) τις οποίες η συνεργασία θα μπορούσε να είχε αποτρέψει εντελώς.»
Ενώ οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις έχουν προχωρήσει, σε μεγάλο βαθμό, ενάντια στην επιρροή των δοξασιών της σοσιαλδημοκρατίας που κάποτε ήταν θεμέλιο της βρετανικής κοινωνίας (και οι οποίες μάλιστα συνέχιζαν να ισχύουν όταν ο Κάουφμαν έβγαλε την πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου), οι βάσεις της σοσιαλδημοκρατίας εξακολουθούσαν σε μεγάλο βαθμό να καθορίζουν την σχέση μεταξύ εργοδοτών κι εργαζομένων στη Βρετανία. Η επαναφορά της «μεταπολεμικής συναίνεσης» μπορεί να έχει εξαλείψει μερικά από τα προνόμια που απολάμβανε το TUC, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα σωματεία-μέλη του από το να ενστερνιστούν με στόμφο ένα μοντέλο οργάνωσης που είναι βασισμένο στη διαταξική συνεργασία των κοινωνικών εταίρων. Ακόμα και για εκείνα τα σωματεία που χρησιμοποιούν επιλεκτικά τη μαχητικότητα και χρησιμοποιούν τη γλώσσα της κοινωνικής σύγκρουσης, η πραγματικότητα του εκπροσώπου που διαπραγματεύεται τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και τα νομικά εργαλεία των σωματείων που επιβάλλονται για τη συνεργασία των κοινωνικών εταίρων είναι μέρος-και-όλον για την κανονική λειτουργία του συνδικαλισμού. Το σωματείο που διαφέρει (συχνά συμβολικά και με μικρή στήριξη από το εθνικό συνδικάτο) δεν αλλάζει αυτή τη δυναμική.
Το πρώτο απόσπασμα του Κάουφμαν αντικατοπτρίζει σαφώς αυτή την πραγματικότητα. Αναγνωρίζει τη δύναμη στους “εκατομμύρια οργανωμένους εργάτες” που εκπροσωπούνται από τα συνδικάτα. “Η ενίσχυσή τους” (μιλά για τους αξιωματούχους των συνδικάτων, όχι τους εργαζόμενους) είναι αναγκαία για να αποφευχθεί το “πρόβλημα” και η “αντιπαράθεση”. Αυτή είναι ακριβώς η λογική της ανάθεσης. Μας θυμίζει ένα απόσπασμα από μια νοτιοαφρικανική βιομηχανία που περιγράφει γιατί επέλεξε να αναγνωρίσει το σωματείο στο εργοστάσιο της:
«Έχετε δοκιμάσει ποτέ να διαπραγματευτείτε σ’ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου γεμάτο οργισμένους και μάχιμους εργάτες;»
Ο Κάουφμαν εφαρμόζει την ίδια λογική, μόνο που το κάνει σε εθνική κλίμακα.
Εμείς, οι υπουργοί στο Υπουργείο Βιομηχανίας είχαμε καταστήσει σαφές στην εθνική ηγεσία των συνδικάτων με τα οποία είχαμε επαφές, ότι θα δυσαρεστηθούμε βαθιά αν δούμε ομάδες αντιπροσώπων των εργαζομένων στο υπουργείο μας χωρίς τη συμφωνία τους… Όπως ένας από τους ακροαριστερούς ηγέτες, σε μία από τις πιο αριστερές συνδικαλιστικές οργανώσεις, μου το έθεσε: «Δεν έχω καμιά δικαιοδοσία να διατάζω στο σωματείο μου».
Εκτός από το γεγονός ότι οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων δεν έχουν καμία δικαιοδοσία στο να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους βουλευτές, η παραπάνω δήλωση μας δίνει την εικόνα της εσωτερικής λειτουργίας των συνδικάτων και -το πιο σημαντικό- γιατί λειτουργούν κατά αυτόν τον τρόπο. Τα συνδικάτα, παρά τις ρητορικές ή ακόμα και καλές προθέσεις τους, είναι από τη φύση τους ένα γραφειοκρατικό, συγκεντρωτικό, ιεραρχικό μόρφωμα. Στην πραγματικότητα, όσοι διαφωνούν θα πρέπει να προσαρμοστούν σε αυτά τα χαρακτηριστικά, εφόσον επιθυμούν να είναι αντιπρόσωποι, και διαμεσολαβητικοί φορείς. Το γεγονός ότι το εργατικό δίκαιο απαιτεί, επίσης, μια τέτοια δομή είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Εκτός από την καταστροφή της εσωτερικής δημοκρατίας, μια τέτοια δομή δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία η γραφειοκρατία έχει ένα διαφορετικό σύνολο συμφερόντων από τη συμμετοχή. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα επί πληρωμή μέλη υπό πλήρη απασχόληση καθώς και για τους απασχολούμενους εν πλήρη υπηρεσία, αλλά ακόμα και για τους ανώτερους υπαλλήλους με κλαδικές συμβάσεις.
Αυτή η αντίφαση, και πάλι, προσδιορίζεται από τον ρόλο των συνδικάτων ως διαμεσολαβητών μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Οι επικεφαλής των συνδικάτων αναμένεται να είναι «υπεύθυνοι ηγέτες». Αυτό περιλαμβάνει την εξασφάλιση πως οι εργαζόμενοι θα «εμμείνουν στις δικές τους μισοευκαιρίες», θα ακολουθήσουν την από-το-συνδικάτο-διαπραγματευόμενη συλλογική σύμβαση, και θα παραμείνουν εντός των ορίων της εργατικής νομοθεσίας. Αν αποτύχουν στο να τα κάνουν αυτά, ο προνομιακός ρόλος (που περιλαμβάνει και εξαψήφιους μισθούς) των ηγετών ως «εκπροσώπων του οργανωμένου συνδικαλισμού» τίθεται σε κίνδυνο. Τα κεφάλαια του συνδικάτου θα παγώσουν, οι ηγέτες θα φυλακιστούν, και τ’ αφεντικά (που η «συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους» τους έχει πληγεί) δεν θα έχουν κανένα κίνητρο για να συνεχίσουν να αναγνωρίζουν και να διαπραγματεύονται με το συνδικάτο.
Όλα αυτά είναι μια περιφερειακή οδός που καταλήγει σε ένα από τα πιο βασικά μας σημεία: τα συνδικάτα είναι οι μεσολαβητές αγώνα. Οι εργάτες πηγαίνουν στον εκπρόσωπο του σωματείου όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα στη δουλειά – είτε νομικά είτε για τα συμβόλαια– και ο ρόλος του εκπροσώπου είναι να το επιλύσει. Το σωματείο είναι ο διαπραγματευτής με τον οποίο το αφεντικό θα καθίσει για να επιλύσει τις αδικίες ή για να υπογραφεί μια νέα συλλογική σύμβαση. Ομοίως, όταν πραγματοποιούνται δράσεις στη βιομηχανία, γίνεται μέσω του σωματείου, το οποίο αναλαμβάνει την ευθύνη για την ψηφοφορία και τη διασφάλιση της τήρησης όλων των νόμιμων διαδικασιών.
Θεωρητικώς, όλα αυτά δεν ακούγονται άσχημα. Όμως, προκειμένου το σωματείο να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αποτελεσματικά τα προαναφερθέντα, πρέπει να είναι σε θέση να “ομιλεί” εκ μέρους του εργατικού δυναμικού και να διασφαλίζει ότι αυτά που λέει, εκ μέρους των μελών του, θα γίνουν. Π.χ., εάν οι εργάτες ψηφίσουν υπέρ της πραγματοποίησης δράσης στη βιομηχανία, αλλά το δικαστήριο εκδώσει απόφαση κατά της απεργίας, το σωματείο πρέπει να διασφαλίσει ότι οι εργάτες δεν θα αναλάβουν δράση. (i) Εάν οι εργάτες όντως απεργήσουν, το σωματείο είναι νομικώς υπεύθυνο για τις πράξεις τους.
Πέρα από την προστακτικότητα του νόμου για τον έλεγχο των μελών τους, η δυνατότητα να σταματούν τον αγώνα όταν κρίνεται απαραίτητο, επιτρέπει στους διαπραγματευτές του σωματείου να διατηρούν την αξιοπιστία τους απέναντι στον εργοδότη. Επομένως, εάν οι εργάτες έχουν ψηφίσει υπέρ απεργίας, αλλά οι επικεφαλής κρίνουν ότι η νέα θέση της διοίκησης αποτελεί βελτιωμένη προσφορά, τότε οι επικεφαλής θα πρέπει να είναι ικανοί να εγγυηθούν ότι η απεργία δεν θα πραγματοποιηθεί. Εάν πραγματοποιηθεί, η διοίκηση δεν έχει κίνητρο να συνεχίσει να διαπραγματεύεται με το σωματείο. Όλο αυτό είναι ένας τρόπος να πούμε, ότι προκειμένου τα σωματεία να αποτελούν μέσα αγώνα, πρέπει να είναι ικανά να ελέγχουν τον αγώνα. Και εκεί έγκειται το πρόβλημα.
Έτσι, επιστρέφουμε σε εκείνον τον ανώνυμο “πολύ αριστερό ηγέτη, ενός εκ των πιο αριστερών σωματείων” και την ευθεία αντίθεσή του στο να διατάζει επειδή εκπροσωπεί τους εργάτες. Οι ηγέτες σωματείων, ακόμα και οι αυτοαποκαλούμενοι μάχιμοι αριστεριστές, πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχουν τις δράσεις – ακόμη και τα λόγια- των μελών τους. Αυτή είναι η υπηρεσία που καταδεικνύει ο Κάουφμαν σε μας ως γυμνή αλήθεια.
Η συντηρητική κυβέρνηση του Heath, θα μπορούσε να έχει επιζήσει πολύ καιρό μετά το 1974 εάν οι Υπουργοί Εμπορίου και Βιομηχανίας είχαν τακτές συναντήσεις με τους επικεφαλής του Εθνικού Συνδικάτου Ανθρακωρύχων αρκετό καιρό πριν ξεκινήσουν τα προβλήματα. Δεν μπορείς ξαφνικά να οικοδομήσεις μια στενή σχέση εμπιστοσύνης σε καιρό κρίσης.
Οι ριζοσπάστες περιγράφουν πάντα τα συνδικαλιστικά σωματεία ως “βαλβίδες αποσυμπίεσης της ταξικής σύγκρουσης”. Παρά τα όσα δηλώνουν δημοσίως οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες και τα μέσα ενημέρωσης, η άρχουσα τάξη γνωρίζει πλήρως την συγκρουσιακή φύση του καπιταλισμού. Τα “προβλήματα” και οι “κρίσεις”, όπως τα ονομάζει ο Κάουφμαν, αποτελούν αναπόφευκτα στοιχεία της ταξικής κοινωνίας. Σε μια προσπάθεια να μειωθεί το εύρος και η δυναμική των συγκρούσεων αυτών, το κεφάλαιο έχει ψάξει να βρει “πολιτικώς ορθά” μέσα για την επίλυση της εργατικής αναταραχής. Τα συνδικαλιστικά σωματεία, με την ιεραρχία τους, νομικά, και με την “αξιοσέβαστη ηγεσία”, έχουν ιστορικά αποτελέσει έναν αποτελεσματικό τρόπο για να επιτευχθεί αυτό. (ii) Για τα αφεντικά και το κράτος, η νομιμοποίηση και η θεσμοποίηση των συνδικαλιστικών σωματείων, δημιουργεί την εντύπωση ότι, για τους εργάτες, η μοναδική επιλογή αγώνα είναι μέσω των σωματείων. Ο συνδικαλισμός αποθαρρύνει και περιορίζει τις δυνατότητες των εργαζομένων για αυτο-οργάνωση και αντ’ αυτού παρουσιάζει το συνδικάτο ως το μοναδικό νομιμοποιημένο σώμα για να ομιλεί εκ μέρους της εργατικής τάξης και να οργανώνει την “επίσημη δράση”, η οποία υποτίθεται ότι προάγει τα συμφέροντα μας ως εργάτες. (iii)
Η παρατεταμένη περίοδος ταξικής αντιπαράθεσης που καλύπτει την περίοδο των δύο παγκόσμιων πολέμων οδήγησε σε έναν σοσιάλ-δημοκρατικό ταξικό συμβιβασμό, ο οποίος με τη σειρά του οδήγησε στο λογικό του τέλμα. Ο συνδικαλισμός ενσωματώθηκε στην καπιταλιστική δομή. (iv) Οι εκφάνσεις του είναι εμφανείς: το “Εργατικό” Κόμμα προμοτάρει το σωματείο˙ η υπό κρατική επίβλεψη δεσμευτικότητα της διαιτησίας˙ τα “δικαιώματα της διοίκησης” και οι όροι της μη απεργίας για τις συλλογικές συμβάσεις˙ και η απαίτηση από τα σωματεία να αποτρέπουν, αποκυρήσσουν και να επανορθώνουν τις “ανεπίσημες” δράσεις στη βιομηχανία. Για να μην αναφερθούμε στη σύγκλιση εργοδοσίας και σωματείου ως προς την πειθάρχηση ή ακόμα και την απόλυση των απλών μάχημων εργατών που δημιουργούν προβλήματα. Υπάρχει φυσικά ένα αντιστάθμισμα για το TUC σε αυτή τη διαπραγμάτευση. Τους έχει χορηγηθεί ένα καθεστώς προστασίας ως διαπραγματευτές της εργατικής δύναμης και η σταθερότητά τους ως επισήμων που έχουν και δεν έχουν σταθερές υποχρεώσεις απέναντι στους υψηλά υστάμενους των επιχειρήσεων, οι οποίοι είναι οι υποτιθέμενοι αντιπαλοί τους.
Οικοδομώντας πάνω στον ιστορικό ρόλο των σωματείων, το μήνυμα του Κάουφμαν προς τους νομοθέτες είναι απλό: πάρτε τους συνδικαλιστικούς ηγέτες παράμερα και “δημιουργείστε μια στενή και εμπιστευτική σχέση”. Όταν συμβαίνουν οι κρίσεις, αυτή η προυπάρχουσα σχέση θα διασφαλίσει ότι θα είναι δεκτικοί απέναντι στα επιχειρήματά σας και όχι, ας πούμε, στις πιέσεις των μαχητικών μεταξύ των μελών τους.
Δεν μπορεί να σταματηθεί η πρόθεση τα σωματεία να ζητήσουν να σας δουν σχετικά με την αποτροπή κλεισίματος της βιομηχανίας τους (κάτι για το οποίο θα πρέπει να τους ενημερώσετε)…. [Μιλώντας από προσωπική εμπειρία σε μια παρόμοια κατάσταση], οι συνδικαλιστικοί ηγέτες ήταν, παρ’ όλα αυτά, ικανοί να πουν στα μέλη τους ότι είχαν προσπαθήσει με όλα τα δυνατά μέσα να σώσουν τις δουλειές˙ αυτό ήταν πολύ σημαντικό, καθώς ένα από τα προβλήματα του συνδικαλισμού τα τελευταία χρόνια είναι η διατήρηση δεσμών μεταξύ της εθνικής ηγεσίας και των άμεσα εκλεγμένων απλών εργατών.
Εδώ έχουμε άλλο ένα ψήγμα αλήθειας˙ δηλαδή ότι κεφάλαιο και κυβέρνηση είναι πλήρως ενήμεροι για τη διαφορά μεταξύ συνδικαλιστικών αξιωματούχων και των χαμηλόβαθμων εκλεγμένων εργατών. Ακόμη, αποτελεί κοινοβουλευτική πολιτική, όχι μόνο να καθησυχάζει τους αξιωματούχους του συνδικάτου, αλλά να το κάνει με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύει την υποτιθέμενη νομιμοποίηση της ηγεσίας στα μάτια των μελών.
Εδώ υπάρχει άλλο ένα τρικ. Ο Κάουφμαν γράφει ότι οι ηγέτες των συνδικάτων θα μπορούσαν “αληθινά” να πουν στα μέλη τους ότι δοκιμάστηκε και εξαντλήθηκε “κάθε δυνατό μέσο για το σώσιμο των δουλειών”. Αυτό είναι, φυσικά, ξεκάθαρα αναληθές. Δεν είχε γίνει καμία προσπάθεια οργάνωσης για εργατικές δράσεις και σαφώς καμία προσπάθεια ώστε να μεταδοθεί ο αγώνας μεταξύ και μέσω των βιομηχανιών σε ένδειξη αλληλεγγύης. Παρόλα αυτά, ο πολιτικός και ο συνδικαλιστής γραφειοκράτης θα πει την ίδια ατάκα: “Εμείς, οι εκπρόσωποί σας, κάναμε ότι μπορούσαμε για να σώσουμε τις δουλειές σας. Ο αγώνας έληξε, αλλά ψηφίστε μας όταν ξανάχουμε εκλογές”
Ο συνδικαλισμός έχει περάσει από κακές περιόδους στη Βρετανία, αλλά, πιο συχνά, έχει υπάρξει μια μετριοπαθής δύναμη… Επομένως, να τα ‘χεις καλά με τα σωματεία διότι, κάνοντας το αυτό μπορείς να καταφέρεις επιτυχίες που σε αντίθετη περίπτωση θα σου διέφευγαν. Και μπορεί να αποφύγεις και καταστροφές που κανείς δεν θα περίμενε να συμβούν.
Τέτοιες βλέψεις έχουν εκφραστεί ξανά και ξανά όχι μόνο από τους πολιτικούς αλλά και από κοινοπραξίες επιχειρήσεων, υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού και από ηγέτες συνδικαλιστικών οργανώσεων σε όλο τον κόσμο. Και φυσικά αυτά τα άτομα είναι υπέρ μιας “λογικής λύσης” ενάντια στον ωμό, αφιλτράριστο ταξικό ανταγωνισμό. Το κεφάλαιο κατανοεί τη συγκρουσιακή φύση της βιομηχανίας. Προγράμματα εκπαίδευσης διαχείρισης επιχειρήσεων και επιχειρηματικού σχεδιασμού συχνά διαβάζουν και ερμηνεύουν τον Μαρξ αντίστροφα, διδάσκοντας τους μανατζαρέους πως να διαχειρίζονται τις εγγενείς συγκρούσεις στο χώρο εργασίας.
Τα συνδικάτα, με τους εκπροσώπους και τις ιεραχίες τους, είναι εξαίρετα όργανα για να καναλιζαριστεί η δυσαρέσκεια των εργαζομένων. [Συμπεριλάβετε πως] οι εργασιακές σχέσεις είναι βασισμένες στη διασφάλιση πως όλες οι διαφορές υπάρχουν μέσα σ’ ένα αυστηρά ρυθμιζόμενο πλαίσιο και πως ο (υψηλά αμοιβόμενος) ηγέτης δεν βρίσκεται στους χώρους παραγωγής και τα συνδικάτα γίνονται πολύ ελκυστικά εργαλεία για το μανιπουλάρισμα των εργοστασιακών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, πως τα μικροαφεντικά δεν προσπαθούν να ξεφορτωθούν εντελώς τα σωματεία. Ωστόσο, όταν η προοπτική του απείθαρχου αυτοοργανωμένου αγώνα γίνεται μια πραγματική απειλή, η «λογική» των συνδικάτων καθίσταται ένα ακόμη εργαλείο στα χέρια των αφεντικών για να «πετύχουν» και να «αποφευχθούν οι καταστροφές».
Συμπέρασμα: Αυτοοργάνωση και αυτοαντιπροσώπευση
Αυτό το άρθρο δεν πρέπει να αφήσει στον αναγνώστη την εντύπωση ότι οι εργάτες δεν πρέπει να οργανώνονται. Η ιδέα της ένωσης (ένας ή περισσότεροι εργάτες ενωμένοι με σκοπό να βελτιώσουν την εργασιακή τους ζωή) είναι θεμελιώδης όχι μόνο σε σχέση με τη βελτίωση της ζωής μας σήμερα, αλλά και σε σχέση με τη δημιουργία στο μέλλον μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση. Παρόλα αυτά, από τη στιγμή που ένα σωματείο αναλάβει ρόλο διαμεσολάβησης και αντιπροσώπευσης, αρχίζουν τα προβλήματα.
Δεν πιστεύουμε ότι οι σημερινοί ηγέτες των συνδικάτων είναι κακοί ή ακόμα και «ξεπουλημένοι». Τα συνδικάτα και, κατ’ επέκταση, οι αρχηγοί τους είναι παγιδευμένοι στο ρόλο τους ως διαμεσολαβητές του αγώνα. Όσο οι διευθυντές πρέπει να παίρνουν αποφάσεις βασιζόμενοι στις ανάγκες του κέρδους και του προϋπολογισμού, η συνδικαλιστική ηγεσία οφείλει να παίρνει αποφάσεις βασιζόμενη στη μεσολάβηση του έμφυτου αγώνα ανάμεσα στην εργαζόμενη και την εργοδοτική τάξη.
Όπως έχει σκιαγραφηθεί, θα υπάρξει αναπόφευκτα μια στιγμή στον αγώνα όπου οι ηγέτες των συνδικάτων θα αναγκαστούν να πάρουν αποφάσεις οι οποίες όχι απλά εναντιώνονται στα συμφέροντα της εργαζόμενης τάξης, αλλά θα επιχειρούν να καταστείλουν την επαναστατική ορμή του προλεταριάτου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όπως στο Παρίσι το ’68, όταν οι ηγέτες των Κομμουνιστικών συνδικάτων κάλεσαν τους εργάτες να εκκενώσουν τα κατειλημμένα εργοστάσια και προσπάθησαν να μετατρέψουν μια επαναστατική κατάσταση σε μια διαμάχη για τους μισθούς. Ή μπορεί να συμβεί πολύ πιο πριν όταν οι ηγέτες των συνδικάτων απαρνηθούν τις άγριες απεργίες και κάνουν ό, τι περνάει από το χέρι τους για να εμποδίσουν την εξάπλωσή τους. Σε κάθε περίπτωση οι ‘’δικοί μας’’ αντιπρόσωποι είναι αναπόφευκτα παγιδευμένοι στο ρόλο τους ως αντιπρόσωποι και διαμεσολαβητές. Έχοντας αυτή τη δυναμική στο μυαλό μας, παύουμε να βλέπουμε τους μάχιμους ηγέτες, τη βελτιωμένη δημοκρατία ή τη μεταρρύθμιση του εργατικού νόμου ως λύση στα προβλήματα της επικρατούσας τάσης μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αντιθέτως, διαπιστώνουμε ότι είναι η ίδια η μορφή του συνδικάτου προβληματική.
Τώρα που η ταξική πάλη βρίσκεται ξανά επί τάπητος, τέτοιες προοπτικές είναι σημαντικές. Τα συνδικάτα από τη μεριά τους ήδη προσπαθούν να μοχλεύσουν την απειλή της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης. Ενώ οι συζητήσεις για τις μειώσεις μισθών θερμαίνονταν, ο γενικός γραμματέας της TUC, Brendan Barber προειδοποιούσε την κυβέρνηση συνασπισμού των Tori σε σχέση με το περιεχόμενο των ανταπεργιακών νόμων :
«Αν προσπαθήσουν και καταφέρουν να αλλάξουν το νόμο, η κυβέρνηση θα διατρέξει τον πραγματικό κίνδυνο, αφού κάποιες ομάδες εργατών μπορεί να σκεφτούν: “Θα ακολουθήσουμε διαφορετική διαδρομή- δε θα έχουμε ψηφοδέλτια. Θα δώσουμε μαχητικές απαντήσεις”. Αυτό θα έκανε ακόμα πιο δύσκολη την αντιμετώπιση των απεργιών.»
Υπάρχει όμως μια άλλη επιλογή πέρα από την επανάληψη της θλιβερής ιστορίας της συνεργασίας και της ήττας. Αυτή είναι να ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Barber: Ας ακολουθήσουμε διαφορετική διαδρομή- ας μην έχουμε ψηφοδέλτια, ας κάνουμε τις απεργίες πολύ πιο δύσκολες να αντιμετωπιστούν. Εάν αυτό συμβεί, θα πρέπει να αναμένουμε το κεφάλαιο να διακηρύττει ’’ας τους δώσουμε μεταρρυθμίσεις για να μην απαντήσουν με επαναστάσεις’’.(v) Γνωρίζουμε όμως ήδη πού οδήγησαν αυτές οι μεταρρυθμίσεις και η νομική υποστήριξη που δόθηκε στο σοσιαλδημοκρατικό συνδικαλισμό, αφού λειτούργησαν σαν ένα εργαλείο αποσυμπίεσης του θυμού και τελικά αποδιοργάνωσης της εργατική τάξης.
Αντίθετα, πρέπει να δημιουργήσουμε την ικανότητα να ‘’ακολουθήσουμε μια διαφορετική πορεία’’.
Εμείς, η Solidarity Federation (Ομοσπονδία Αλληλεγγύης) (2), δεν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε όλες τις απαντήσεις και σε κάθε περίπτωση, ο μαζικός αγώνας φέρνει στο προσκήνιο τις δικές του μορφές αυτοοργάνωσης. Παρόλα αυτά, προσπαθούμε ενσυνείδητα να χτίσουμε ένα αυτοοργανωμένο εργατικό κίνημα. Το επιχειρούμε με τη δημιουργία ανεξάρτητων «επιτροπών στους χώρους εργασίας», αποτελούμενες από μαχητικούς εργάτες οι οποίοι επιδιώκουν να δώσουν λύσεις σε προβλήματα που ανακύπτουν στους χώρους εργασίας αντιμετωπίζοντας τα με την άμεση δράση. Χτίζοντας μικρές νίκες, αυξάνουμε την δύναμη του σχήματός μας και αντιμετωπίζουμε μεγαλύτερα προβλήματα. Αυτές οι «επιτροπές στους χώρους εργασίας» συνδέονται μέσω εργατικών δικτύων, ώστε να μοιραστούν τακτικές, να αναπτύξουν στρατηγικές, και τελικά να αναλάβουν δράση σε όλη τη βιομηχανία.
Ένα άλλο πλεονέκτημα αυτού του μοντέλου επιτροπής είναι ότι δίνει σε εμάς τους εξεγερμένους την ευκαιρία να επιχειρήσουμε να οργανωθούμε μαζί με τους μη-ριζοσπάστες συναδέλφους μας. Εάν οι σύντροφοι προσχωρήσουν στη SF, τέλεια! Ουσιαστικά, είναι αυτός ακριβώς ο αγώνας που διεξάγεται στο χώρο εργασίας και στις υλικές συνθήκες που άπτονται αυτού, που πολιτικοποιεί τους εργάτες και προσφέρει σε εμάς τους ριζοσπάστες το χώρο να ξεκινήσουμε να συζητάμε για τον καπιταλισμό και τον ταξικό αγώνα.
Μετάφραση Μ. (Άαχεν).
Επιμέλεια Λυσσασμένοι Προλετάριοι
______________________________________________________________
Σημειώσεις του πρωτότυπου:
I) Αυτό δεν σημαίνει ότι τα συνδικάτα δεν θα χρησιμοποιήσουν την απειλή των ανεπίσημων δράσεων ως διαπραγματευτικό χαρτί, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη θεμελιώδη δυναμική: η “υπεύθυνη” ηγεσία είναι εκεί για να εξασφαλίσει ότι αν η εργοδοσία δεν διαπραγματευτεί με αυτήν, οι εργοδότες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το απρόβλεπτο εργατικό δυναμικό μόνοι τους.
II) Αυτό δεν σημαίνει ότι όταν οι ταξικές ισορροπίες το επιτρέψουν, τα αφεντικά δεν θα προσπαθήσουν να διαλύσουν τα συνδικάτα. Ωστόσο, όταν η εργατική τάξη “βράζει”, τα ίδια τα αφεντικά μετατρέπουν τα συνδικάτα σε ένα από τα κύρια όπλα τους για την επιβολή του ελέγχου.
III) Είναι ίσως άξιο αναφοράς, ότι οι ανεπίσημες συνδικαλιστικές δράσεις δεν είναι παράνομες, αλλά «σε διαφωνία με το νόμο». Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν μια σημασιολογική διάκριση, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα νομικό-αστικό ζήτημα, αφού πρακτικά σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι χάνουν τη νομική τους προστασία για τη δράση τους. Φυσικά, η νομιμότητα είναι απλώς ένα προσωπείο δικαίου για το κράτος και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, εάν εργατική πάλη ξεπεράσει ένα ορισμένο κρίσιμο σημείο, η κρατική βία θα αποτελέσει μια πραγματική δυνατότητα.
IV) Τίποτα από αυτά δεν είναι κάτι νέο, φυσικά. Οι συνδικαλιστικές ενώσεις – μακριά από τις ριζοσπαστικές οργανώσεις που απεικονίζονται από τους δημαγωγούς της άρχουσας τάξης και τα καπιταλιστικά μέσα ενημέρωσης- δεν αποτελούσαν ποτέ επαναστατικά οχήματα. Οι πρακτικές της διαμεσολάβησης και συναπόφασης δεν εφευρέθηκαν ως μέρος του κοινωνικού συμβολαίου, απλώς κατοχυρώθηκαν σαν μια προϋπάρχουσα και συνεχιζόμενη διαδικασία.
V) Πρόταση του Tory MP Quintin Hogg το 1943 σχετικά με το πώς να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη εργατική μαχητικότητα.
_____________________________________________________________
Σημειώσεις της μετάφρασης:
1) Trades Union Congress. Θα το μεταφράσουμε Συνομοσπονδία Εργατικών Ενώσεων (συνδικάτων). Είναι η αγγλική ΓΣΕΕ στην ουσία. Στους κόλπους της περιλαμβάνονται 52 εργατικές ενώσεις και έχει γύρω στα 6 εκατομύρια μέλη.
2) Solidarity Federation ή Sol. Fed. Είναι αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση και αγγλικό τμήμα της αναρχοσυνδικαλιστικής διεθνούς.